«Ο κόσμος δεν θα γίνει από μόνος του καλύτερος»
O Έρικ Τζον Έρνεστ Χομπσμπάουμ (9 Ιουνίου 1917 - 1η Οκτωβρίου 2012) υπήρξε ο σημαντικότερος Βρετανός μαρξιστής ιστορικός του 20ού αιώνα. Τα πιο γνωστά έργα του περιλαμβάνουν την τριλογία του για το 19ο αιώνα (Η Εποχή της Επανάστασης: Ευρώπη 1789-1848, Η Εποχή του Κεφαλαίου 1848-1875 και Η Εποχή της Αυτοκρατορίας: 1875-1914), το έργο Η Εποχή των Άκρων για τον 20ό αιώνα, καθώς και τον συλλογικό τόμο Η Εφεύρεση της Παράδοσης.
Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί παράθεση αποσπασμάτων από το άρθρο του Πέρι Άντερσον, επιφανούς ιστορικού και καθηγητή στο UCLA, που δημοσιεύτηκε στη London Review of Books τον Οκτώβριο του 2002, με αφορμή την τότε έκδοση της αυτοβιογραφίας του Χομπσμπάουμ με τίτλο Ενδιαφέροντες Καιροί: Μια Ζωή του Εικοστού Αιώνα (ολόκληρο το άρθρο διαθέσιμο στο http://www.lrb.co.uk/v24/n19/perry-anderson/the-age-of-ejh).
Εβραϊκής καταγωγής και γεννημένος στην Αλεξάνδρεια, ο Χομπσμπάουμ πέρασε τα παιδικά του χρόνια στη Βιέννη και ένα μικρό μέρος της εφηβείας στο Βερολίνο της εποχής της Βαϊμάρης, για να μεταβεί στο Λονδίνο και για σπουδές στο Κέιμπριτζ τις παραμονές του ισπανικού εμφυλίου. Έχοντας χάσει και τουςδύο γονείς, πατέρα Άγγλο και μητέρα Αυστριακή, μέχρι τα 14 του, παρέμεινε πιστός στις οικογενειακές του ρίζες, όπως τον έμαθε η μητέρα του, χωρίς ποτέ να νιώσει καμία συναισθηματική υποχρέωση προς το «μικρό, μιλιταριστικό, πολιτιστικά απογοητευτικό και πολιτικά επιθετικό κράτος που απαιτεί την αλληλεγγύη μου για λόγους φυλετικούς», όπως έγραφε χαρακτηριστικά.
Στο Βερολίνο ανακαλύπτει τον κομμουνισμό στα 15 του, σε ένα παραδοσιακό πρωσικό γυμνάσιο, με τον Χίτλερ προ των πυλών. Περιγράφει πολύ ζωντανά την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα της επαναστατικής αριστεράς στη Γερμανία της εποχής. Η μνήμη της τελευταίας παρέλασης του καταδικασμένου γερμανικού κομμουνιστικού κόμματος τον σημαδεύει βαθιά.
Μέλος του ΚΚ Βρετανίας
Στη Βρετανία ο Χομπσμπάουμ γίνεται μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος από τα τέλη της δεκαετίας του ΄30 μέχρι τη διάλυσή του στις αρχές της δεκαετίας του ΄90. Στο Κέιμπριτζ βρίσκεται στο απόγειο των κομμουνιστικών φοιτητικών του χρόνων. Ο συντηρητισμός των καθηγητών αντιδιαστέλλεται με τον ριζοσπαστισμό των φοιτητών –το ένα πέμπτο των οποίων ανήκει στην αριστερά–, ενώ το κομμουνιστικό κόμμα παρουσιάζει έντονη δραστηριότητα.
Ο Χομπσμπάουμ όμως περνάει και σύντομες περιόδους στο Παρίσι, κέντρο όλων των δικτύων της Κομιντέρν, εργαζόμενος ως μεταφραστής, αναπνέοντας τον αέρα του Λαϊκού Μετώπου. Με ιδιαίτερο πάθος περιγράφει τη 14η Ιουλίου της πρώτης χρονιάς του Μετώπου, όταν, επιβάτης σε δημοσιογραφικό αυτοκίνητο του Σοσιαλιστικού Κόμματος, περνάει από τους δρόμους στο Παρίσι μέσα σε μια ατμόσφαιρα πανηγυριού: «Ήταν μια από τις σπάνιες μέρες που το μυαλό μου είχε μπει στον αυτόματο πιλότο. Απλώς είχα αφεθεί να αισθάνομαι και να ζω τη στιγμή».
Μετά το Κέιμπριτζ, ο πόλεμος, μια σχετικά κενή εμπειρία. Το Γραφείο Πολέμου τον περιορίζει σ΄ ένα τάγμα μηχανικών και στη συνέχεια σ΄ ένα εκπαιδευτικό σώμα. Μέσα από τη θητεία του στους μηχανικούς, μαθαίνει να εκτιμά τις αρετές των άγγλων εργατών και αναπτύσσει απέναντί τους μια συμπάθεια που αποπνέουν όλα τα γραπτά του για την εργατική τάξη. Κατά τη διάρκεια του πολέμου παντρεύεται για πρώτη φορά, με μια συντρόφισσά του κομμουνίστρια δημόσια υπάλληλο. Μετά τον πόλεμο αρχίζει να εργάζεται ως ιστορικός, παίρνοντας σύντομα μια θέση στο Μπέρκμπεκ το 1947, και δημοσιεύει το πρώτο από περισσότερα από 30 βιβλία το 1948. Ο ψυχρός πόλεμος, όμως, θα του στερήσει μια λαμπρή καριέρα στο Κέιμπριτζ λόγω της κομμουνιστικής του ιδιότητας, κάτι που τον στενοχωρεί.
Το να είσαι κομμουνιστής...
Σχετικά με την έννοια του να είναι κανείς κομμουνιστής εκείνη την εποχή, ο Χομπσμπάουμ τονίζει τη σημασία της συμμόρφωσης στις επιταγές του κόμματος. Για τις σταλινικές εκκαθαρίσεις με τις δίκες της Μόσχας ισχυρίζεται ότι οι διανοούμενοι του κόμματος δεν πίστευαν τις σχετικές φήμες και ότι οι αποκαλύψεις τελικά από τον Χρούτσεφ το 1956 των βασανιστηρίων και των εκτελέσεων προκάλεσαν τεράστιο σοκ στους βρετανούς κομμουνιστές. Όλα τα μέλη της Ομάδας των Ιστορικών, με εξαίρεση τον Χομπσμπάουμ, είχαν εγκαταλείψει το κόμμα μέχρι το καλοκαίρι του 1957. Γιατί ο ίδιος παρέμεινε; «Πολιτικά, ανήκω στην εποχή του Λαϊκού Μετώπου, που πίστευε στη συμμαχία κεφαλαίου και εργασίας». Συναισθηματικά, όμως, έχοντας ασπαστεί το κομμουνιστικό ιδεώδες στο Βερολίνο το 1932, παρέμενε προσκολλημένος στην επαναστατική ατζέντα του μπολσεβικισμού.
Προσθέτει επίσης ότι λόγω υπερηφάνειας ήθελε να παραμείνει στο κόμμα, για να αποδείξει ότι μπορεί να πετύχει στην καριέρα του, αν και κομμουνιστής. Ο ίδιος θεωρεί αυτόν το συνδυασμό πίστης και φιλοδοξίας μια μορφή εγωισμού, ενώ οι περισσότεροι θα τον έβλεπαν ως δείγμα εξαιρετικής ακεραιότητας και δύναμης. Σε κάθε περίπτωση, η επιτυχία και η καταξίωση πήραν διάφορες μορφές: ένα παγκόσμιο αναγνωστικό κοινό σε πολλές διαφορετικές γλώσσες, πανεπιστημιακές έδρες ταυτόχρονα σε τρεις χώρες, βραβεία και τιμητικές διακρίσεις, συνεντεύξεις κ.λπ. Ο Χομπσμπάουμ γράφει ότι αποδέχτηκε μερικά από αυτά τα σύμβολα αναγνώρισης, που τον έκαναν μέλος του επίσημου βρετανικού πολιτιστικού κατεστημένου, γιατί τίποτε δεν θα είχε δώσει μεγαλύτερη χαρά στη μητέρα του. Κι επειδή παρέμεινε πιστός στα ιδανικά του, η αναγνώριση αυτή έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία. Σε τελική ανάλυση, η αξιοπρέπεια και το πάθος που χαρακτήριζαν τις πολιτικές του πεποιθήσεις είναι άξια σεβασμού απ΄ όλους.
Επιφυλακτικός με τα νέα αριστερά κινήματα
Για τον Χομπσμπάουμ, τα νέα αριστερά κινήματα που εμφανίστηκαν στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ μετά την κρίση του 1956 δεν είχαν ιδιαίτερο πρακτικό αντίκτυπο. Στη δε Λατινική Αμερική, όλες οι γκεβαρικού τύπου επαναστατικές απόπειρες απέβησαν άκαρπες. Φαίνεται έτσι να υποτιμά τη συμμετοχή των κινημάτων στις προσπάθειες για αφοπλισμό, όπως και το ρόλο του φοιτητικού κινήματος στην πτώση του Ντε Γκολ και του Νίξον, στον τερματισμό του πολέμου του Βιετνάμ και στις μεγάλες κινητοποιήσεις στη Γαλλία και την Ιταλία.
Ο Χομπσμπάουμ έπαιξε σημαντικό ρόλο και στην πορεία του Εργατικού Κόμματος στη Βρετανία. Κατά τη δεκαετία του ΄80, και μέσα από το περιοδικό Marxism Today, προσπάθησε να απομακρύνει το κόμμα από την παραδοσιακή προσέγγιση του Μπεν. Επεσήμανε σωστά ότι η δυναμική παρουσία των συνδικάτων της δεκαετίας του ΄70 δεν οφειλόταν σ΄ ένα ανεπτυγμένο εργατικό κίνημα. Μετά την άνοδο της Θάτσερ επέμεινε ότι η συμμετοχή της Αριστεράς στο Εργατικό Κόμμα δεν αρκούσε για να νικήσει τους Συντηρητικούς. Οι κατευθυντήριες γραμμές του, όμως, προς την εγκατάσταση μιας ηγεσίας των Εργατικών που θα μπορούσε να είναι πόλος έλξης για τη μεσαία τάξη, ήταν μάλλον κοντόφθαλμες, αφού κάτι τέτοιο είχε δοκιμαστεί στα τέλη του ΄60 και τη δεκαετία του ΄70 και είχε οδηγήσει το κόμμα στη φθορά. Η αποτυχία του Κίνοκ στις εκλογές του 1992, μετά το τέλος της Θάτσερ, αποτέλεσε μία από τις πιο οδυνηρές εμπειρίες, αλλά ο Χομπσμπάουμ δεν φαινόταν να συνειδητοποιεί ότι οι προσπάθειές του εκείνης της εποχής τελικά συνέβαλαν όχι στο να σωθεί το κόμμα, αλλά μάλλον στην άνοδο του μπλερισμού, τον οποίο απεχθανόταν. Εν κατακλείδι, ο ρομαντισμός του, ορμώμενος από τα λαϊκά ερείσματα του Λαϊκού Μετώπου της δεκαετίας του ΄30, που όμως δε συνεχίστηκαν στις μεταπολεμικές συνθήκες, φαίνεται ότι ήταν η κινητήρια δύναμη πίσω από τις μάταιες προσπάθειές του για την αναστύλωση των Εργατικών στη δεκαετία του ΄80.
Πολίτης του κόσμου
Μιλώντας για τις επαγγελματικές του δραστηριότητες, ο Χομπσμπάουμ υποτιμά την αυθεντικότητα της ιστορικής του ματιάς, μιας ματιάς καλύτερης από αυτήν του Μπροντέλ, τον οποίο θαύμαζε. Αρκεί να διαβάσει κάποιος το έργο του On History για να το διαπιστώσει. Η αυτοβιογραφία του δεν περιέχει πολλές αναφορές στις σχέσεις του με το χώρο των ιδεών. Διάβασε το Κομμουνιστικό Μανιφέστο στο γυμνάσιο στο Βερολίνο. Στράφηκε στην ιστορία μέσα από την αγάπη του για την τέχνη, όπως και άλλοι βρετανοί ιστορικοί, λόγω της διδασκαλίας της λογοτεχνίας στο αγγλικό γυμνάσιο.
Όταν γράφει για τις ταξιδιωτικές του εμπειρίες, ο Χομπσμπάουμ αναφέρεται με αγάπη στη Γαλλία, την Ισπανία, την Ιταλία και τη Λατινική Αμερική, καθώς και στους φίλους του στις χώρες αυτές. Ομολογεί, ωστόσο, την απογοήτευσή του για την εξέλιξη της Πέμπτης Δημοκρατίας στη Γαλλία, την έκπληξή του μπροστά στους ρυθμούς με τους οποίους ο καπιταλισμός κυρίευσε την Ισπανία, την εντύπωση που του προξένησε η επιτυχία του Κράξι και του Μπερλουσκόνι στην Ιταλία, ενώ αποδέχεται την απουσία αληθινής πολιτικής εξέλιξης στη Λατινική Αμερική, παρά τις μεγάλες κοινωνικές αλλαγές. Ως προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου έζησε περισσότερο απ‘ ό,τι σε όλες τις παραπάνω χώρες μαζί, γράφει ότι, με εξαίρεση το Μανχάταν, έμαθε πιο πολλά μέσα από την ενασχόλησή του με την τζαζ τη δεκαετία του ΄60, παρά μέσα από τη διδασκαλία του τις δεκαετίες του ΄80 και του ΄90. Όσο κι αν οι επιδόσεις των ΗΠΑ είναι εντυπωσιακές, γράφει, οι αμερικανικές κοινωνικές ανισότητες και η πολιτική παράλυση, αυτοαναφορικότητα και μεγαλομανία τον κάνουν να χαίρεται που ανήκει σε μια άλλη κουλτούρα.
Για την «αμερικανική αυτοκρατορία»
Στο τέλος της αυτοβιογραφίας του, που γράφτηκε το 2002, αναφέρεται στην 11η Σεπτεμβρίου και την πολιτική της εκμετάλλευση. Ιστορικά σκεπτόμενος, ισχυρίζεται ότι η αμερικανική αυτοκρατορία θα είναι πιο επικίνδυνη από τη βρετανική, αλλά δεν πιστεύει ότι θα διαρκέσει περισσότερο. Το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα, κατά τη γνώμη του, αντιμετωπίζεται και πάλι με δυσπιστία από τους νέους και νέες δυνάμεις αλλαγής ταρακουνούν τον κόσμο.1 Αυτοπροσδιοριζόμενος ως ιστορικός που ωφελήθηκε από το να μην ανήκει αποκλειστικά σε καμία κοινότητα, με ιδανικό του «το μεταναστευτικό πουλί, που νιώθει άνετα τόσο στο πολικό όσο και στο τροπικό κλίμα, έχοντας πετάξει πάνω από τη μισή υδρόγειο», καλεί τις νέες γενιές να αποτινάξουν τα φετίχ της ταυτότητας και να ταυτιστούν με τους φτωχούς και τους αδύναμους: «Ας μην αφήσουμε τα όπλα... Η κοινωνική αδικία ακόμη πρέπει να αποκηρυχθεί και να χτυπηθεί. Ο κόσμος δεν θα γίνει καλύτερος από μόνος του».
Επιλογή - Απόδοση:
Δημήτρης Μπούκας -
Ντίνα Δαβάκη
Εφημεριδα Εποχη
O Έρικ Τζον Έρνεστ Χομπσμπάουμ (9 Ιουνίου 1917 - 1η Οκτωβρίου 2012) υπήρξε ο σημαντικότερος Βρετανός μαρξιστής ιστορικός του 20ού αιώνα. Τα πιο γνωστά έργα του περιλαμβάνουν την τριλογία του για το 19ο αιώνα (Η Εποχή της Επανάστασης: Ευρώπη 1789-1848, Η Εποχή του Κεφαλαίου 1848-1875 και Η Εποχή της Αυτοκρατορίας: 1875-1914), το έργο Η Εποχή των Άκρων για τον 20ό αιώνα, καθώς και τον συλλογικό τόμο Η Εφεύρεση της Παράδοσης.
Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί παράθεση αποσπασμάτων από το άρθρο του Πέρι Άντερσον, επιφανούς ιστορικού και καθηγητή στο UCLA, που δημοσιεύτηκε στη London Review of Books τον Οκτώβριο του 2002, με αφορμή την τότε έκδοση της αυτοβιογραφίας του Χομπσμπάουμ με τίτλο Ενδιαφέροντες Καιροί: Μια Ζωή του Εικοστού Αιώνα (ολόκληρο το άρθρο διαθέσιμο στο http://www.lrb.co.uk/v24/n19/perry-anderson/the-age-of-ejh).
Εβραϊκής καταγωγής και γεννημένος στην Αλεξάνδρεια, ο Χομπσμπάουμ πέρασε τα παιδικά του χρόνια στη Βιέννη και ένα μικρό μέρος της εφηβείας στο Βερολίνο της εποχής της Βαϊμάρης, για να μεταβεί στο Λονδίνο και για σπουδές στο Κέιμπριτζ τις παραμονές του ισπανικού εμφυλίου. Έχοντας χάσει και τουςδύο γονείς, πατέρα Άγγλο και μητέρα Αυστριακή, μέχρι τα 14 του, παρέμεινε πιστός στις οικογενειακές του ρίζες, όπως τον έμαθε η μητέρα του, χωρίς ποτέ να νιώσει καμία συναισθηματική υποχρέωση προς το «μικρό, μιλιταριστικό, πολιτιστικά απογοητευτικό και πολιτικά επιθετικό κράτος που απαιτεί την αλληλεγγύη μου για λόγους φυλετικούς», όπως έγραφε χαρακτηριστικά.
Στο Βερολίνο ανακαλύπτει τον κομμουνισμό στα 15 του, σε ένα παραδοσιακό πρωσικό γυμνάσιο, με τον Χίτλερ προ των πυλών. Περιγράφει πολύ ζωντανά την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα της επαναστατικής αριστεράς στη Γερμανία της εποχής. Η μνήμη της τελευταίας παρέλασης του καταδικασμένου γερμανικού κομμουνιστικού κόμματος τον σημαδεύει βαθιά.
Μέλος του ΚΚ Βρετανίας
Στη Βρετανία ο Χομπσμπάουμ γίνεται μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος από τα τέλη της δεκαετίας του ΄30 μέχρι τη διάλυσή του στις αρχές της δεκαετίας του ΄90. Στο Κέιμπριτζ βρίσκεται στο απόγειο των κομμουνιστικών φοιτητικών του χρόνων. Ο συντηρητισμός των καθηγητών αντιδιαστέλλεται με τον ριζοσπαστισμό των φοιτητών –το ένα πέμπτο των οποίων ανήκει στην αριστερά–, ενώ το κομμουνιστικό κόμμα παρουσιάζει έντονη δραστηριότητα.
Ο Χομπσμπάουμ όμως περνάει και σύντομες περιόδους στο Παρίσι, κέντρο όλων των δικτύων της Κομιντέρν, εργαζόμενος ως μεταφραστής, αναπνέοντας τον αέρα του Λαϊκού Μετώπου. Με ιδιαίτερο πάθος περιγράφει τη 14η Ιουλίου της πρώτης χρονιάς του Μετώπου, όταν, επιβάτης σε δημοσιογραφικό αυτοκίνητο του Σοσιαλιστικού Κόμματος, περνάει από τους δρόμους στο Παρίσι μέσα σε μια ατμόσφαιρα πανηγυριού: «Ήταν μια από τις σπάνιες μέρες που το μυαλό μου είχε μπει στον αυτόματο πιλότο. Απλώς είχα αφεθεί να αισθάνομαι και να ζω τη στιγμή».
Μετά το Κέιμπριτζ, ο πόλεμος, μια σχετικά κενή εμπειρία. Το Γραφείο Πολέμου τον περιορίζει σ΄ ένα τάγμα μηχανικών και στη συνέχεια σ΄ ένα εκπαιδευτικό σώμα. Μέσα από τη θητεία του στους μηχανικούς, μαθαίνει να εκτιμά τις αρετές των άγγλων εργατών και αναπτύσσει απέναντί τους μια συμπάθεια που αποπνέουν όλα τα γραπτά του για την εργατική τάξη. Κατά τη διάρκεια του πολέμου παντρεύεται για πρώτη φορά, με μια συντρόφισσά του κομμουνίστρια δημόσια υπάλληλο. Μετά τον πόλεμο αρχίζει να εργάζεται ως ιστορικός, παίρνοντας σύντομα μια θέση στο Μπέρκμπεκ το 1947, και δημοσιεύει το πρώτο από περισσότερα από 30 βιβλία το 1948. Ο ψυχρός πόλεμος, όμως, θα του στερήσει μια λαμπρή καριέρα στο Κέιμπριτζ λόγω της κομμουνιστικής του ιδιότητας, κάτι που τον στενοχωρεί.
Το να είσαι κομμουνιστής...
Σχετικά με την έννοια του να είναι κανείς κομμουνιστής εκείνη την εποχή, ο Χομπσμπάουμ τονίζει τη σημασία της συμμόρφωσης στις επιταγές του κόμματος. Για τις σταλινικές εκκαθαρίσεις με τις δίκες της Μόσχας ισχυρίζεται ότι οι διανοούμενοι του κόμματος δεν πίστευαν τις σχετικές φήμες και ότι οι αποκαλύψεις τελικά από τον Χρούτσεφ το 1956 των βασανιστηρίων και των εκτελέσεων προκάλεσαν τεράστιο σοκ στους βρετανούς κομμουνιστές. Όλα τα μέλη της Ομάδας των Ιστορικών, με εξαίρεση τον Χομπσμπάουμ, είχαν εγκαταλείψει το κόμμα μέχρι το καλοκαίρι του 1957. Γιατί ο ίδιος παρέμεινε; «Πολιτικά, ανήκω στην εποχή του Λαϊκού Μετώπου, που πίστευε στη συμμαχία κεφαλαίου και εργασίας». Συναισθηματικά, όμως, έχοντας ασπαστεί το κομμουνιστικό ιδεώδες στο Βερολίνο το 1932, παρέμενε προσκολλημένος στην επαναστατική ατζέντα του μπολσεβικισμού.
Προσθέτει επίσης ότι λόγω υπερηφάνειας ήθελε να παραμείνει στο κόμμα, για να αποδείξει ότι μπορεί να πετύχει στην καριέρα του, αν και κομμουνιστής. Ο ίδιος θεωρεί αυτόν το συνδυασμό πίστης και φιλοδοξίας μια μορφή εγωισμού, ενώ οι περισσότεροι θα τον έβλεπαν ως δείγμα εξαιρετικής ακεραιότητας και δύναμης. Σε κάθε περίπτωση, η επιτυχία και η καταξίωση πήραν διάφορες μορφές: ένα παγκόσμιο αναγνωστικό κοινό σε πολλές διαφορετικές γλώσσες, πανεπιστημιακές έδρες ταυτόχρονα σε τρεις χώρες, βραβεία και τιμητικές διακρίσεις, συνεντεύξεις κ.λπ. Ο Χομπσμπάουμ γράφει ότι αποδέχτηκε μερικά από αυτά τα σύμβολα αναγνώρισης, που τον έκαναν μέλος του επίσημου βρετανικού πολιτιστικού κατεστημένου, γιατί τίποτε δεν θα είχε δώσει μεγαλύτερη χαρά στη μητέρα του. Κι επειδή παρέμεινε πιστός στα ιδανικά του, η αναγνώριση αυτή έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία. Σε τελική ανάλυση, η αξιοπρέπεια και το πάθος που χαρακτήριζαν τις πολιτικές του πεποιθήσεις είναι άξια σεβασμού απ΄ όλους.
Επιφυλακτικός με τα νέα αριστερά κινήματα
Για τον Χομπσμπάουμ, τα νέα αριστερά κινήματα που εμφανίστηκαν στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ μετά την κρίση του 1956 δεν είχαν ιδιαίτερο πρακτικό αντίκτυπο. Στη δε Λατινική Αμερική, όλες οι γκεβαρικού τύπου επαναστατικές απόπειρες απέβησαν άκαρπες. Φαίνεται έτσι να υποτιμά τη συμμετοχή των κινημάτων στις προσπάθειες για αφοπλισμό, όπως και το ρόλο του φοιτητικού κινήματος στην πτώση του Ντε Γκολ και του Νίξον, στον τερματισμό του πολέμου του Βιετνάμ και στις μεγάλες κινητοποιήσεις στη Γαλλία και την Ιταλία.
Ο Χομπσμπάουμ έπαιξε σημαντικό ρόλο και στην πορεία του Εργατικού Κόμματος στη Βρετανία. Κατά τη δεκαετία του ΄80, και μέσα από το περιοδικό Marxism Today, προσπάθησε να απομακρύνει το κόμμα από την παραδοσιακή προσέγγιση του Μπεν. Επεσήμανε σωστά ότι η δυναμική παρουσία των συνδικάτων της δεκαετίας του ΄70 δεν οφειλόταν σ΄ ένα ανεπτυγμένο εργατικό κίνημα. Μετά την άνοδο της Θάτσερ επέμεινε ότι η συμμετοχή της Αριστεράς στο Εργατικό Κόμμα δεν αρκούσε για να νικήσει τους Συντηρητικούς. Οι κατευθυντήριες γραμμές του, όμως, προς την εγκατάσταση μιας ηγεσίας των Εργατικών που θα μπορούσε να είναι πόλος έλξης για τη μεσαία τάξη, ήταν μάλλον κοντόφθαλμες, αφού κάτι τέτοιο είχε δοκιμαστεί στα τέλη του ΄60 και τη δεκαετία του ΄70 και είχε οδηγήσει το κόμμα στη φθορά. Η αποτυχία του Κίνοκ στις εκλογές του 1992, μετά το τέλος της Θάτσερ, αποτέλεσε μία από τις πιο οδυνηρές εμπειρίες, αλλά ο Χομπσμπάουμ δεν φαινόταν να συνειδητοποιεί ότι οι προσπάθειές του εκείνης της εποχής τελικά συνέβαλαν όχι στο να σωθεί το κόμμα, αλλά μάλλον στην άνοδο του μπλερισμού, τον οποίο απεχθανόταν. Εν κατακλείδι, ο ρομαντισμός του, ορμώμενος από τα λαϊκά ερείσματα του Λαϊκού Μετώπου της δεκαετίας του ΄30, που όμως δε συνεχίστηκαν στις μεταπολεμικές συνθήκες, φαίνεται ότι ήταν η κινητήρια δύναμη πίσω από τις μάταιες προσπάθειές του για την αναστύλωση των Εργατικών στη δεκαετία του ΄80.
Πολίτης του κόσμου
Μιλώντας για τις επαγγελματικές του δραστηριότητες, ο Χομπσμπάουμ υποτιμά την αυθεντικότητα της ιστορικής του ματιάς, μιας ματιάς καλύτερης από αυτήν του Μπροντέλ, τον οποίο θαύμαζε. Αρκεί να διαβάσει κάποιος το έργο του On History για να το διαπιστώσει. Η αυτοβιογραφία του δεν περιέχει πολλές αναφορές στις σχέσεις του με το χώρο των ιδεών. Διάβασε το Κομμουνιστικό Μανιφέστο στο γυμνάσιο στο Βερολίνο. Στράφηκε στην ιστορία μέσα από την αγάπη του για την τέχνη, όπως και άλλοι βρετανοί ιστορικοί, λόγω της διδασκαλίας της λογοτεχνίας στο αγγλικό γυμνάσιο.
Όταν γράφει για τις ταξιδιωτικές του εμπειρίες, ο Χομπσμπάουμ αναφέρεται με αγάπη στη Γαλλία, την Ισπανία, την Ιταλία και τη Λατινική Αμερική, καθώς και στους φίλους του στις χώρες αυτές. Ομολογεί, ωστόσο, την απογοήτευσή του για την εξέλιξη της Πέμπτης Δημοκρατίας στη Γαλλία, την έκπληξή του μπροστά στους ρυθμούς με τους οποίους ο καπιταλισμός κυρίευσε την Ισπανία, την εντύπωση που του προξένησε η επιτυχία του Κράξι και του Μπερλουσκόνι στην Ιταλία, ενώ αποδέχεται την απουσία αληθινής πολιτικής εξέλιξης στη Λατινική Αμερική, παρά τις μεγάλες κοινωνικές αλλαγές. Ως προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου έζησε περισσότερο απ‘ ό,τι σε όλες τις παραπάνω χώρες μαζί, γράφει ότι, με εξαίρεση το Μανχάταν, έμαθε πιο πολλά μέσα από την ενασχόλησή του με την τζαζ τη δεκαετία του ΄60, παρά μέσα από τη διδασκαλία του τις δεκαετίες του ΄80 και του ΄90. Όσο κι αν οι επιδόσεις των ΗΠΑ είναι εντυπωσιακές, γράφει, οι αμερικανικές κοινωνικές ανισότητες και η πολιτική παράλυση, αυτοαναφορικότητα και μεγαλομανία τον κάνουν να χαίρεται που ανήκει σε μια άλλη κουλτούρα.
Για την «αμερικανική αυτοκρατορία»
Στο τέλος της αυτοβιογραφίας του, που γράφτηκε το 2002, αναφέρεται στην 11η Σεπτεμβρίου και την πολιτική της εκμετάλλευση. Ιστορικά σκεπτόμενος, ισχυρίζεται ότι η αμερικανική αυτοκρατορία θα είναι πιο επικίνδυνη από τη βρετανική, αλλά δεν πιστεύει ότι θα διαρκέσει περισσότερο. Το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα, κατά τη γνώμη του, αντιμετωπίζεται και πάλι με δυσπιστία από τους νέους και νέες δυνάμεις αλλαγής ταρακουνούν τον κόσμο.1 Αυτοπροσδιοριζόμενος ως ιστορικός που ωφελήθηκε από το να μην ανήκει αποκλειστικά σε καμία κοινότητα, με ιδανικό του «το μεταναστευτικό πουλί, που νιώθει άνετα τόσο στο πολικό όσο και στο τροπικό κλίμα, έχοντας πετάξει πάνω από τη μισή υδρόγειο», καλεί τις νέες γενιές να αποτινάξουν τα φετίχ της ταυτότητας και να ταυτιστούν με τους φτωχούς και τους αδύναμους: «Ας μην αφήσουμε τα όπλα... Η κοινωνική αδικία ακόμη πρέπει να αποκηρυχθεί και να χτυπηθεί. Ο κόσμος δεν θα γίνει καλύτερος από μόνος του».
Επιλογή - Απόδοση:
Δημήτρης Μπούκας -
Ντίνα Δαβάκη
Εφημεριδα Εποχη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου