Ολοι οι καλοι χωρανε...ολοι οι κακοι θα καταγραφονται--οσο γιια τους ασχημους θα τους στελνουμε για Λιφτινγκ με χορηγους τους κακους!!!!!!!!

Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2012

ΕΡΙΚ ΧΟ­ΜΠΣΜΠΑ­ΟΥ­Μ: ΜΙΑ ΖΩΗ ΚΑΙ ΜΙΑ Ε­ΠΟ­ΧΗ

«Ο κό­σμος δεν θα γί­νει α­πό μό­νος του κα­λύ­τε­ρος»


O Έρικ Τζον Έρνε­στ Χο­μπσμπά­ουμ (9 Ιου­νίου 1917 - 1η Οκτω­βρίου 2012) υ­πήρ­ξε ο ση­μα­ντι­κό­τε­ρος Βρε­τα­νός μαρ­ξι­στής ι­στο­ρι­κός του 20ού αιώ­να. Τα πιο γνω­στά έρ­γα του πε­ρι­λαμ­βά­νου­ν την τρι­λο­γία του για το 19ο αιώ­να (Η Επο­χή της Επα­νά­στα­σης: Ευ­ρώ­πη 1789-1848, Η Επο­χή του Κε­φα­λαίου 1848-1875 και Η Επο­χή της Αυ­το­κρα­το­ρίας: 1875-1914), το έρ­γο Η Επο­χή των Άκρω­ν για τον 20ό αιώ­να, κα­θώς και τον συλ­λο­γι­κό τό­μο Η Εφεύ­ρε­ση της Πα­ρά­δο­σης.
Το κεί­με­νο που α­κο­λου­θεί α­πο­τε­λεί πα­ρά­θε­ση α­πο­σπα­σμά­των α­πό το άρ­θρο του Πέ­ρι Άντερ­σον, ε­πι­φα­νούς ι­στο­ρι­κού και κα­θη­γη­τή στο UCLA, που δη­μο­σιεύ­τη­κε στη London Review of Books τον Οκτώ­βριο του 2002, με α­φορ­μή την τό­τε έκ­δο­ση της αυ­το­βιο­γρα­φίας του Χο­μπσμπά­ου­μ με τίτ­λο Ενδια­φέ­ρο­ντες Και­ροί: Μια Ζωή του Ει­κο­στού Αιώ­να (ο­λό­κλη­ρο το άρ­θρο δια­θέ­σι­μο στο http://www.lrb.co.uk/v24/n19/perry-anderson/the-age-of-ejh).

Εβραϊκής κα­τα­γω­γής και γεν­νη­μέ­νος στην Αλε­ξάν­δρεια, ο Χο­μπσμπά­ουμ πέ­ρα­σε τα παι­δι­κά του χρό­νια στη Βιέν­νη και έ­να μι­κρό μέ­ρος της ε­φη­βείας στο Βε­ρο­λί­νο της ε­πο­χής της Βαϊμά­ρης, για να με­τα­βεί στο Λον­δί­νο και για σπου­δές στο Κέι­μπριτζ τις πα­ρα­μο­νές του ι­σπα­νι­κού εμ­φυ­λίου. Έχο­ντας χά­σει και τουςδύο γο­νείς, πα­τέ­ρα Άγγλο και μη­τέ­ρα Αυ­στρια­κή, μέ­χρι τα 14 του, πα­ρέ­μει­νε πι­στός στις οι­κο­γε­νεια­κές του ρί­ζες, ό­πως τον έ­μα­θε η μη­τέ­ρα του, χω­ρίς πο­τέ να νιώ­σει κα­μία συ­ναι­σθη­μα­τι­κή υ­πο­χρέω­ση προς το «μι­κρό, μι­λι­τα­ρι­στι­κό, πο­λι­τι­στι­κά α­πο­γο­η­τευ­τι­κό και πο­λι­τι­κά ε­πι­θε­τι­κό κρά­τος που α­παι­τεί την αλ­λη­λεγ­γύη μου για λό­γους φυ­λε­τι­κούς», ό­πως έ­γρα­φε χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά.
Στο Βε­ρο­λί­νο α­να­κα­λύ­πτει τον κομ­μου­νι­σμό στα 15 του, σε έ­να πα­ρα­δο­σια­κό πρω­σι­κό γυ­μνά­σιο, με τον Χίτ­λερ προ των πυ­λών. Πε­ρι­γρά­φει πο­λύ ζω­ντα­νά την η­λεκ­τρι­σμέ­νη α­τμό­σφαι­ρα της ε­πα­να­στα­τι­κής α­ρι­στε­ράς στη Γερ­μα­νία της ε­πο­χής. Η μνή­μη της τε­λευ­ταίας πα­ρέ­λα­σης του κα­τα­δι­κα­σμέ­νου γερ­μα­νι­κού κομ­μου­νι­στι­κού κόμ­μα­τος τον ση­μα­δεύει βα­θιά.

Μέ­λος του ΚΚ Βρε­τα­νίας

Στη Βρε­τα­νία ο Χο­μπσμπά­ουμ γί­νε­ται μέ­λος του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος α­πό τα τέ­λη της δε­κα­ε­τίας του ΄30 μέ­χρι τη διά­λυ­σή του στις αρ­χές της δε­κα­ε­τίας του ΄90. Στο Κέι­μπριτζ βρί­σκε­ται στο α­πό­γειο των κομ­μου­νι­στι­κών φοι­τη­τι­κών του χρό­νων. Ο συ­ντη­ρη­τι­σμός των κα­θη­γη­τών α­ντι­δια­στέλ­λε­ται με τον ρι­ζο­σπα­στι­σμό των φοι­τη­τών –το έ­να πέ­μπτο των ο­ποίων α­νή­κει στην α­ρι­στε­ρά–, ε­νώ το κομ­μου­νι­στι­κό κόμ­μα πα­ρου­σιά­ζει έ­ντο­νη δρα­στη­ριό­τη­τα.  
Ο Χο­μπσμπά­ουμ ό­μως περ­νά­ει και σύ­ντο­μες πε­ριό­δους στο Πα­ρί­σι, κέ­ντρο ό­λων των δι­κτύων της Κο­μι­ντέρν, ερ­γα­ζό­με­νος ως με­τα­φρα­στής, α­να­πνέ­ο­ντας τον αέ­ρα του Λαϊκού Με­τώ­που. Με ι­διαί­τε­ρο πά­θος πε­ρι­γρά­φει τη 14η Ιου­λίου της πρώ­της χρο­νιάς του Με­τώ­που, ό­ταν, ε­πι­βά­της σε δη­μο­σιο­γρα­φι­κό αυ­το­κί­νη­το του Σο­σια­λι­στι­κού Κόμ­μα­τος, περ­νά­ει α­πό τους δρό­μους στο Πα­ρί­σι μέ­σα σε μια α­τμό­σφαι­ρα πα­νη­γυ­ριού: «Ήταν μια α­πό τις σπά­νιες μέ­ρες που το μυα­λό μου εί­χε μπει στον αυ­τό­μα­το πι­λό­το. Απλώς εί­χα α­φε­θεί να αι­σθά­νο­μαι και να ζω τη στιγ­μή».
Με­τά το Κέι­μπριτ­ζ, ο πό­λε­μος, μια σχε­τι­κά κε­νή ε­μπει­ρία. Το Γρα­φείο Πο­λέ­μου τον πε­ριο­ρί­ζει σ΄ έ­να τάγ­μα μη­χα­νι­κών και στη συ­νέ­χεια σ΄ έ­να εκ­παι­δευ­τι­κό σώ­μα. Μέ­σα α­πό τη θη­τεία του στους μη­χα­νι­κούς, μα­θαί­νει να ε­κτι­μά τις α­ρε­τές των άγ­γλων ερ­γα­τών και α­να­πτύσ­σει α­πέ­να­ντί τους μια συ­μπά­θεια που α­πο­πνέ­ουν ό­λα τα γρα­πτά του για την ερ­γα­τι­κή τά­ξη. Κα­τά τη διάρ­κεια του πο­λέ­μου πα­ντρεύε­ται για πρώ­τη φο­ρά, με μια συ­ντρό­φισ­σά του κομ­μου­νί­στρια δη­μό­σια υ­πάλ­λη­λο. Με­τά τον πό­λε­μο αρ­χί­ζει να ερ­γά­ζε­ται ως ι­στο­ρι­κός, παίρ­νο­ντας σύ­ντο­μα μια θέ­ση στο Μπέρ­κμπεκ το 1947, και δη­μο­σιεύει το πρώ­το α­πό πε­ρισ­σό­τε­ρα α­πό 30 βι­βλία το 1948. Ο ψυ­χρός πό­λε­μος, ό­μως, θα του στε­ρή­σει μια λα­μπρή κα­ριέ­ρα στο Κέι­μπριτζ λό­γω της κομ­μου­νι­στι­κής του ι­διό­τη­τας, κά­τι που τον στε­νο­χω­ρεί.

Το να εί­σαι κομ­μου­νι­στής...

Σχε­τι­κά με την έν­νοια του να εί­ναι κα­νείς κομ­μου­νι­στής ε­κεί­νη την ε­πο­χή, ο Χο­μπσμπά­ου­μ το­νί­ζει τη ση­μα­σία της συμ­μόρ­φω­σης στις ε­πι­τα­γές του κόμ­μα­τος. Για τις στα­λι­νι­κές εκ­κα­θα­ρί­σεις με τις δί­κες της Μό­σχας ι­σχυ­ρί­ζε­ται ό­τι οι δια­νοού­με­νοι του κόμ­μα­τος δεν πί­στευαν τις σχε­τι­κές φή­μες και ό­τι οι α­πο­κα­λύ­ψεις τε­λι­κά α­πό τον Χρού­τσεφ το 1956 των βα­σα­νι­στη­ρίων και των ε­κτε­λέ­σεων προ­κά­λε­σαν τε­ρά­στιο σοκ στους βρε­τα­νούς κομ­μου­νι­στές. Όλα τα μέ­λη της Ομά­δας των Ιστο­ρι­κών, με ε­ξαί­ρε­ση τον Χο­μπσμπά­ου­μ, εί­χαν ε­γκα­τα­λεί­ψει το κόμ­μα μέ­χρι το κα­λο­καί­ρι του 1957. Για­τί ο ί­διος πα­ρέ­μει­νε; «Πο­λι­τι­κά, α­νή­κω στην ε­πο­χή του Λαϊκού Με­τώ­που, που πί­στευε στη συμ­μα­χία κε­φα­λαίου και ερ­γα­σίας». Συ­ναι­σθη­μα­τι­κά, ό­μως, έ­χο­ντας α­σπα­στεί το κομ­μου­νι­στι­κό ι­δεώ­δες στο Βε­ρο­λί­νο το 1932, πα­ρέ­με­νε προ­σκολ­λη­μέ­νος στην ε­πα­να­στα­τι­κή ατ­ζέ­ντα του μπολ­σε­βι­κι­σμού.
Προ­σθέ­τει ε­πί­σης ό­τι λό­γω υ­πε­ρη­φά­νειας ή­θε­λε να πα­ρα­μεί­νει στο κόμ­μα, για να α­πο­δεί­ξει ό­τι μπο­ρεί να πε­τύ­χει στην κα­ριέ­ρα του, αν και κομ­μου­νι­στής. Ο ί­διος θεω­ρεί αυ­τόν το συν­δυα­σμό πί­στης και φι­λο­δο­ξίας μια μορ­φή ε­γωι­σμού, ε­νώ οι πε­ρισ­σό­τε­ροι θα τον έ­βλε­παν ως δείγ­μα ε­ξαι­ρε­τι­κής α­κε­ραιό­τη­τας και δύ­να­μης. Σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση, η ε­πι­τυ­χία και η κα­τα­ξίω­ση πή­ραν διά­φο­ρες μορ­φές: έ­να πα­γκό­σμιο α­να­γνω­στι­κό κοι­νό σε πολ­λές δια­φο­ρε­τι­κές γλώσ­σες, πα­νε­πι­στη­μια­κές έ­δρες ταυ­τό­χρο­να σε τρεις χώ­ρες, βρα­βεία και τι­μη­τι­κές δια­κρί­σεις, συ­νε­ντεύ­ξεις κ.λπ. Ο Χο­μπσμπά­ου­μ γρά­φει ό­τι α­πο­δέ­χτη­κε με­ρι­κά α­πό αυ­τά τα σύμ­βο­λα α­να­γνώ­ρι­σης, που τον έ­κα­ναν μέ­λος του ε­πί­ση­μου βρε­τα­νι­κού πο­λι­τι­στι­κού κα­τε­στη­μέ­νου, για­τί τί­πο­τε δεν θα εί­χε δώ­σει με­γα­λύ­τε­ρη χα­ρά στη μη­τέ­ρα του. Κι ε­πει­δή πα­ρέ­μει­νε πι­στός στα ι­δα­νι­κά του, η α­να­γνώ­ρι­ση αυ­τή έ­χει α­κό­μη με­γα­λύ­τε­ρη ση­μα­σία. Σε τε­λι­κή α­νά­λυ­ση, η α­ξιο­πρέ­πεια και το πά­θος που χα­ρα­κτή­ρι­ζαν τις πο­λι­τι­κές του πε­ποι­θή­σεις εί­ναι ά­ξια σε­βα­σμού α­π΄ ό­λους.

Επι­φυ­λα­κτι­κός με τα νέα α­ρι­στε­ρά κι­νή­μα­τα

Για τον Χο­μπσμπά­ου­μ, τα νέα α­ρι­στε­ρά κι­νή­μα­τα που εμ­φα­νί­στη­καν στην Ευ­ρώ­πη και τις Η­ΠΑ με­τά την κρί­ση του 1956 δεν εί­χαν ι­διαί­τε­ρο πρα­κτι­κό α­ντί­κτυ­πο. Στη δε Λα­τι­νι­κή Αμε­ρι­κή, ό­λες οι γκε­βα­ρι­κού τύ­που ε­πα­να­στα­τι­κές α­πό­πει­ρες α­πέ­βη­σαν ά­καρ­πες. Φαί­νε­ται έ­τσι να υ­πο­τι­μά τη συμ­με­το­χή των κι­νη­μά­των στις προ­σπά­θειες για α­φο­πλι­σμό, ό­πως και το ρό­λο του φοι­τη­τι­κού κι­νή­μα­τος στην πτώ­ση του Ντε Γκολ και του Νί­ξον, στον τερ­μα­τι­σμό του πο­λέ­μου του Βιετ­νάμ και στις με­γά­λες κι­νη­το­ποιή­σεις στη Γαλ­λία και την Ιτα­λία.
Ο Χο­μπσμπά­ουμ έ­παι­ξε ση­μα­ντι­κό ρό­λο και στην πο­ρεία του Εργα­τι­κού Κόμ­μα­τος στη Βρε­τα­νία. Κα­τά τη δε­κα­ε­τία του ΄80, και μέ­σα α­πό το πε­ριο­δι­κό Marxism Today, προ­σπά­θη­σε να α­πο­μα­κρύ­νει το κόμ­μα α­πό την πα­ρα­δο­σια­κή προ­σέγ­γι­ση του Μπεν. Επε­σή­μα­νε σω­στά ό­τι η δυ­να­μι­κή πα­ρου­σία των συν­δι­κά­των της δε­κα­ε­τίας του ΄70 δεν ο­φει­λό­ταν σ΄ έ­να α­νε­πτυγ­μέ­νο ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα. Με­τά την ά­νο­δο της Θά­τσερ ε­πέ­μει­νε ό­τι η συμ­με­το­χή της Αρι­στε­ράς στο Εργα­τι­κό Κόμ­μα δεν αρ­κού­σε για να νι­κή­σει τους Συ­ντη­ρη­τι­κούς. Οι κα­τευ­θυ­ντή­ριες γραμ­μές του, ό­μως, προς την ε­γκα­τά­στα­ση μιας η­γε­σίας των Εργα­τι­κών που θα μπο­ρού­σε να εί­ναι πό­λος έλ­ξης για τη με­σαία τά­ξη, ή­ταν μάλ­λον κο­ντό­φθαλ­μες, α­φού κά­τι τέ­τοιο εί­χε δο­κι­μα­στεί στα τέ­λη του ΄60 και τη δε­κα­ε­τία του ΄70 και εί­χε ο­δη­γή­σει το κόμ­μα στη φθο­ρά. Η α­πο­τυ­χία του Κί­νοκ στις ε­κλο­γές του 1992, με­τά το τέ­λος της Θά­τσε­ρ, α­πο­τέ­λε­σε μία α­πό τις πιο ο­δυ­νη­ρές ε­μπει­ρίες, αλ­λά ο Χο­μπσμπά­ουμ δεν φαι­νό­ταν να συ­νει­δη­το­ποιεί ό­τι οι προ­σπά­θειές του ε­κεί­νης της ε­πο­χής τε­λι­κά συ­νέ­βα­λαν ό­χι στο να σω­θεί το κόμ­μα, αλ­λά μάλ­λον στην ά­νο­δο του μπλε­ρι­σμού, τον ο­ποίο α­πεχ­θα­νό­ταν. Εν κα­τα­κλεί­δι, ο ρο­μα­ντι­σμός του, ορ­μώ­με­νος α­πό τα λαϊκά ε­ρεί­σμα­τα του Λαϊκού Με­τώ­που της δε­κα­ε­τίας του ΄30, που ό­μως δε συ­νε­χί­στη­καν στις με­τα­πο­λε­μι­κές συν­θή­κες, φαί­νε­ται ό­τι ή­ταν η κι­νη­τή­ρια δύ­να­μη πί­σω α­πό τις μά­ταιες προ­σπά­θειές του για την α­να­στύ­λω­ση των Εργα­τι­κών στη δε­κα­ε­τία του ΄80.

Πο­λί­της του κό­σμου

Μι­λώ­ντας για τις ε­παγ­γελ­μα­τι­κές του δρα­στη­ριό­τη­τες, ο Χο­μπσμπά­ου­μ υ­πο­τι­μά την αυ­θε­ντι­κό­τη­τα της ι­στο­ρι­κής του μα­τιάς, μιας μα­τιάς κα­λύ­τε­ρης α­πό αυ­τήν του Μπρο­ντέ­λ, τον ο­ποίο θαύ­μα­ζε. Αρκεί να δια­βά­σει κά­ποιος το έρ­γο του On History για να το δια­πι­στώ­σει. Η αυ­το­βιο­γρα­φία του δεν πε­ριέ­χει πολ­λές α­να­φο­ρές στις σχέ­σεις του με το χώ­ρο των ι­δεών. Διά­βα­σε το Κομ­μου­νι­στι­κό Μα­νι­φέ­στο στο γυ­μνά­σιο στο Βε­ρο­λί­νο. Στρά­φη­κε στην ι­στο­ρία μέ­σα α­πό την α­γά­πη του για την τέ­χνη, ό­πως και άλ­λοι βρε­τα­νοί ι­στο­ρι­κοί, λό­γω της δι­δα­σκα­λίας της λο­γο­τε­χνίας στο αγ­γλι­κό γυ­μνά­σιο.
Όταν γρά­φει για τις τα­ξι­διω­τι­κές του ε­μπει­ρίες, ο Χο­μπσμπά­ου­μ α­να­φέ­ρε­ται με α­γά­πη στη Γαλ­λία, την Ισπα­νία, την Ιτα­λία και τη Λα­τι­νι­κή Αμε­ρι­κή, κα­θώς και στους φί­λους του στις χώ­ρες αυ­τές. Ομο­λο­γεί, ω­στό­σο, την α­πο­γοή­τευ­σή του για την ε­ξέ­λι­ξη της Πέ­μπτης Δη­μο­κρα­τίας στη Γαλ­λία, την έκ­πλη­ξή του μπρο­στά στους ρυθ­μούς με τους ο­ποίους ο κα­πι­τα­λι­σμός κυ­ρίευ­σε την Ισπα­νία, την ε­ντύ­πω­ση που του προ­ξέ­νη­σε η ε­πι­τυ­χία του Κρά­ξι και του Μπερ­λου­σκό­νι στην Ιτα­λία, ε­νώ α­πο­δέ­χε­ται την α­που­σία α­λη­θι­νής πο­λι­τι­κής ε­ξέ­λι­ξης στη Λα­τι­νι­κή Αμε­ρι­κή, πα­ρά τις με­γά­λες κοι­νω­νι­κές αλ­λα­γές. Ως προς τις Ηνω­μέ­νες Πο­λι­τείες, ό­που έ­ζη­σε πε­ρισ­σό­τε­ρο α­π‘ ό,τι σε ό­λες τις πα­ρα­πά­νω χώ­ρες μα­ζί, γρά­φει ό­τι, με ε­ξαί­ρε­ση το Μαν­χά­ταν, έ­μα­θε πιο πολ­λά μέ­σα α­πό την ε­να­σχό­λη­σή του με την τζαζ τη δε­κα­ε­τία του ΄60, πα­ρά μέ­σα α­πό τη δι­δα­σκα­λία του τις δε­κα­ε­τίες του ΄80 και του ΄90. Όσο κι αν οι ε­πι­δό­σεις των Η­ΠΑ εί­ναι ε­ντυ­πω­σια­κές, γρά­φει, οι α­με­ρι­κα­νι­κές κοι­νω­νι­κές α­νι­σό­τη­τες και η πο­λι­τι­κή πα­ρά­λυ­ση, αυ­το­α­να­φο­ρι­κό­τη­τα και με­γα­λο­μα­νία τον κά­νουν να χαί­ρε­ται που α­νή­κει σε μια άλ­λη κουλ­τού­ρα.

Για την «α­με­ρι­κα­νι­κή αυ­το­κρα­το­ρία»

Στο τέ­λος της αυ­το­βιο­γρα­φίας του, που γρά­φτη­κε το 2002, α­να­φέ­ρε­ται στην 11η Σε­πτεμ­βρίου και την πο­λι­τι­κή της εκ­με­τάλ­λευ­ση. Ιστο­ρι­κά σκε­πτό­με­νος, ι­σχυ­ρί­ζε­ται ό­τι η α­με­ρι­κα­νι­κή αυ­το­κρα­το­ρία θα εί­ναι πιο ε­πι­κίν­δυ­νη α­πό τη βρε­τα­νι­κή, αλ­λά δεν πι­στεύει ό­τι θα διαρ­κέ­σει πε­ρισ­σό­τε­ρο. Το ί­διο το κα­πι­τα­λι­στι­κό σύ­στη­μα, κα­τά τη γνώ­μη του, α­ντι­με­τω­πί­ζε­ται και πά­λι με δυ­σπι­στία α­πό τους νέ­ους και νέες δυ­νά­μεις αλ­λα­γής τα­ρα­κου­νούν τον κό­σμο.1 Αυ­το­προσ­διο­ρι­ζό­με­νος ως ι­στο­ρι­κός που ω­φε­λή­θη­κε α­πό το να μην α­νή­κει α­πο­κλει­στι­κά σε κα­μία κοι­νό­τη­τα, με ι­δα­νι­κό του «το με­τα­να­στευ­τι­κό που­λί, που νιώ­θει ά­νε­τα τό­σο στο πο­λι­κό ό­σο και στο τρο­πι­κό κλί­μα, έ­χο­ντας πε­τά­ξει πά­νω α­πό τη μι­σή υ­δρό­γειο», κα­λεί τις νέες γε­νιές να α­πο­τι­νά­ξουν τα φε­τίχ της ταυ­τό­τη­τας και να ταυ­τι­στούν με τους φτω­χούς και τους α­δύ­να­μους: «Ας μην α­φή­σου­με τα ό­πλα... Η κοι­νω­νι­κή α­δι­κία α­κό­μη πρέ­πει να α­πο­κη­ρυχ­θεί και να χτυ­πη­θεί. Ο κό­σμος δεν θα γί­νει κα­λύ­τε­ρος α­πό μό­νος του».

Επιλογή - Απόδοση:
Δημήτρης Μπούκας -
Ντίνα Δαβάκη


Εφημεριδα  Εποχη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου