Η υποψηφιότητα της ταινίας «Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει» στα Όσκαρ για την Ιταλία δεν είναι παρά η τελευταία αναγνώριση μιας μακράς και εξαιρετικής καριέρας. Σ’ αυτή τη μεγάλη συνέντευξη, από το Almanacco del Cinema του MicroMega, οι δύο διάσημοι αδελφοί του ιταλικού κινηματογράφου λένε: «Δεν παραδινόμαστε, ποτέ. Λένε ότι γερνώντας γίνεσαι πιο γενναιόδωρος, πιο ανεκτικός. Δεν είναι αλήθεια. Έχουμε το ίδιο ένστικτο εξέγερσης που είχαμε πάντα».
Ο Πάολοκαι ο Βιτόριο Ταβιάνι σε μια συζήτηση με τον Φαμπρίτσιο Τάσι, από το MicroMega6/2012
Ας ξεκινήσουμε από εκείνη την αίθουσα στην Πίζα όπου είδατε για πρώτη φορά την ταινία «Paisΰ».
Ήταν μια ωραία αίθουσα, την έλεγαν CinemaItalia. Σήμερα δεν υπάρχει πια. Ήμασταν πολύ νέοι, πηγαίναμε στο λύκειο.
Η αγάπη σας για τον κινηματογράφο γεννήθηκε στα σχολικά θρανία.
Μια φορά ο λυκειάρχης κάλεσε τον πατέρα μας και του είπε: «πρέπει να μας αποζημιώσετε ένα θρανίο, ο γιος σας το κατέστρεψε με ένα σουγιά». Είχα χαράξει τα ονόματα του Ντρέγιερ, του Ροσελίνι, του Αϊζενστάιν…
Εκείνη την ημέρα, στο CinemaItalia, μπήκατε στη μέση της προβολής.Κάποτε ήταν απόλυτα φυσιολογικό, παρόλο που σήμερα μου φαίνεται παράλογο, όπως το να καπνίζεις στον κινηματογράφο. Αυτό που επέδρασε καθοριστικά ήταν το επεισόδιο της Φλωρεντίας. Ο «Paisΰ» είναι και σήμερα ένα καλλιτεχνικό έργο του επιπέδου του Μαζάτσιο. Αναφερόμαστε στον Μαζάτσιο γιατί είναι πιο κοντά στην κλασική απλότητα του Ροσελίνι. Μας συγκίνησε πάρα πολύ. Βγαίναμε από τον πόλεμο (μια εμπειρία που προσπαθήσαμε να αφηγηθούμε στη «νύχτα του Σαν Λορέντσο»). Είχαν περάσει μόνο δύο χρόνια. Είδαμε εκείνες τις εικόνες στην οθόνη και καταλάβαμε πραγματικά τι είχαμε ζήσει. Είπαμε στον εαυτό μας: αν ο κινηματογράφος έχει αυτή τη δύναμη, την ικανότητα να μας κάνει να καταλάβουμε την πραγματικότητά μας και επομένως κι εμάς τους ίδιους, τότε εμείς θα κάνουμε κινηματογράφο. Από εκείνη τη στιγμή η ζωή μας προβλήθηκε προς αυτή την κατεύθυνση.
Μαζί σας ήταν και ο Βαλεντίνο Ορσίνι, που ήταν συνεργάτης σας στις πρώτες δύο ταινίες.Ήταν και τέσσερις μαλάκες, πίσω μας, που έλεγαν: «Τι είναι αυτό το πράμα;… Τι, αυτό είναι κινηματογράφος;». Οπότε γυρίσαμε πίσω, ή μάλλον, γύρισε κυρίως ο Ορσίνι που ήταν μεγαλύτερος από μας, ένας άντρακλας σωματώδης και δυνατός (εγώ ζύγιζα 50 κιλά), και είπε: «Αυτά είναι τα λεφτά, σας πληρώνω το εισιτήριο, βγείτε έξω γιατί εμείς θέλουμε να δούμε την ταινία με την ησυχία μας». Έτσι άρχισε η ερωτική μας ιστορία με τον κινηματογράφο.
Τι είδους παιδιά ήσασταν;Αστική οικογένεια, στο Σαν Μινιάτο, υπέροχη κωμόπολη, αλλά φεουδαρχική. Υπήρχαν οι ευγενείς, οι μαρκήσιοι, η άρχουσα τάξη, και μετά υπήρχε η αστική τάξη στην οποία ανήκαμε κι εμείς. Ο λαϊκός κόσμος δεν είχε καμία εξουσία. Θεωρούνταν σχεδόν παρίες. Κάποιοι φτωχοί, στο Σαν Μινιάτο, ζούσαν στους στάβλους. Κατά τη διάρκεια της εβδομάδας υπήρχε η μέρα που δεχόταν η μαρκησία, μετά η μέρα του κόμη, κι ο κόσμος στεκόταν στο παράθυρο για να τους δει να περνάνε. Πάνω απ’ όλα αυτά υπήρχε ο φασισμός.
Ο πατέρας μας ήταν ένας από τους ελάχιστους – τους μετρούσες στα δάχτυλα τους ενός χεριού – που δεν πήρε ποτέ φασιστική ταυτότητα. Μα τα συμβάντα της ζωής είναι πάντα παράξενα. Οι φασίστες στο Σαν Μινιάτο ήταν πολύ φασίστες: τους θυμόμαστε στην επιστροφή τους από τον πόλεμο της Ισπανίας, με τις δάδες, τη νύχτα, να φωνάζουν κάτω από τα παράθυρα. Όμως ο γραμματέας του κόμματος του Σαν Μινιάτο, που είχε μια τρομερή τιμιότητα εκτός από το να είναι τρομερός σαν φασίστας, είχε πάει σχολείο μαζί με τον πατέρα μας, ήταν φίλοι, και του έσωσε πολλές φορές το τομάρι. Τύχαινε πάντως ο μπαμπάς να πρέπει να το σκάσει από το σπίτι για λίγες μέρες. Η μητέρα μας δεν μας εξηγούσε γιατί πήγαινε να κρυφτεί. Έπειτα, μετά από μια-δυο μέρες, όταν ο κίνδυνος είχε περάσει, μας έλεγε: «πηγαίνετε να φέρετε τον πατέρα σας». Εκείνο τον καιρό δεν υπήρχαν κινητά. Ο μπαμπάς κρυβόταν στο καμπαναριό του ντον Μικελέτι, που, εκτός των άλλων, ήταν και ο καθηγητής μου στα λατινικά. Όταν ήμασταν μικροί ο πατέρας μας δε μας εξήγησε ποτέ γιατί εκείνος δε φορούσε ποτέ εκείνες τις θαυμάσιες καπελαδούρες που φορούσαν οι πατεράδες των συμμαθητών μας. Μετά, μια μέρα, ανεβαίνοντας στο Σαν Μινιάτο, μας εξήγησε τα πάντα. Καταλάβαμε γιατί έπρεπε να μισούμε το φασισμό.
Ο μπαμπάς ήταν οπαδός του Ματσίνι, δημοκρατικός, άνθρωπος με μεγάλες αξίες και αρχές. Η μητέρα μας αντίθετα ήταν με τον Μαντζόνι. Εκείνη ήταν το λογοτεχνικό κομμάτι, ενώ ο μπαμπάς ήταν το μουσικό. Όταν η μητέρα μας πέθανε δεν ήθελε σταυρό στο στήθος της, αλλά τους «Αρραβωνιασμένους». Πολλοί απ’ αυτούς που έρχονταν να τη βρουν, έλεγαν: «Ήθελε τη Βίβλο!». Ναι, τη δική της.
Πριν από τον κινηματογράφο, είχατε παθιαστεί με το μελόδραμα.Αν πηγαίναμε καλά στο σχολείο είχαμε ένα βραβείο: να πάμε στη Φλωρεντία, στον Μουσικό Μάη, να δούμε όπερα. Εκεί ανακαλύψαμε για πρώτη φορά τι είναι η μυθοπλασία, η μυθοπλασία που αποκαλύπτει την πραγματικότητα, η κόκκινη αυλαία που ανοίγει, εκείνες οι οπτασίες πάνω στη σκηνή, η μαγεία. Είχαμε την τύχη ν’ αρχίσουμε με τον Τροβατόρε, που αρχίζει με ένα παραμύθι: στο σκοτάδι της σκηνής, οι στρατιώτες του κάστρου λένε ότι τα μεσάνυχτα ίσως να έρθει το πνεύμα της μάγισσας, κι εσύ είσαι εκεί και περιμένεις ν’ ακούσεις τα χτυπήματα και να δεις την οπτασία… Ανακαλύψαμε τη χαρά της επινόησης μέσα απ’ αυτές τις ιστορίες έρωτα, μίσους, εξουσίας, κακίας, μονομαχιών. Ξετυλιγόταν μπροστά μας αυτό που εκείνο τον καιρό μπορούσαμε μόνο να μαντέψουμε, το ανθρώπινο πεπρωμένο, οι αξίες του, τα μεγάλα αισθήματα. Ο μπαμπάς μετά μας έφερνε το δίσκο της όπερας που είχαμε δει και τραγουδούσαμε. Κάναμε καραόκε [Ο Βιτόριο τενόρος, ο Πάολο βαρύτονος και η Μαρία Γκράτσια σοπράνο].
Η όπερα υπήρξε εξαιρετικά σημαντική για μας. Όταν όμως ανακαλύψαμε τον κινηματογράφο, μηδενίσαμε τα πάντα (και το μελόδραμα θα επέστρεφε, αργότερα, στις ταινίες μας). Ο κινηματογράφος υπήρξε και τραυματική αποκάλυψη. Μια ολόκληρη γενιά ανακάλυψε μια νέα πραγματικότητα, που ήταν πολύ διαφορετική από την πραγματικότητα του Χίλια Οκτακόσια. Από κείνη τη στιγμή για μας υπήρχε ο κινηματογράφος και μόνο ο κινηματογράφος.
Στο Πανεπιστήμιο της Πίζας, στη βιβλιοθήκη, ανακαλύψαμε τη μοναδική Ιστορία του Κινηματογράφου που υπήρχε τότε, την Ιστορία του Παζινέτι. Τη μελετήσαμε λέξη προς λέξη.
Αντιγράψαμε εκείνο το βιβλίο κομμάτι-κομμάτι. Μια δουλειά μοναχών αντιγραφέων.
Ήταν το ευαγγέλιό μας.
Σκεφτόσαστε το γεγονός ότι σήμερα οι κινηματογραφόφιλοι της τελευταίας γενιάς έχουν εκατοντάδες βιβλία στη διάθεσή τους και χιλιάδες ταινίες στον υπολογιστή που μπορούν να δουν με ένα κλικ;Σήμερα το πρόβλημα είναι ότι υπάρχει υπερβολική επιλογή. Το θέμα είναι να βρεις πρώτα τα πάντα για τον εαυτό σου και μετά να επιλέξεις δασκάλους ως σημείο αναφοράς.
Μια άλλη θεμελιώδης ταινία για τη διαμόρφωσή σας είναι οι Κλέφτες ποδηλάτων. Το ακολουθούσατε σε όλη την Τοσκάνη.Κάποιες φορές μας λένε: τι υπέροχα πράγματα ζήσατε! Τη χρυσή εποχή! Ποια χρυσή εποχή, ούτε καν χάλκινη! Εμείς μέναμε στην επαρχία της Πίζας. Ξέραμε ότι προβαλλόταν η ταινία του Ντε Σίκα σε ένα μακρινό χωριουδάκι και ξεκινούσαμε με το ποδήλατό μας. Έπειτα προβαλλόταν στο Λιβόρνο κι εμείς πηγαίναμε με το τρένο. Θέλαμε να καταλάβουμε. Κρατούσαμε σημειώσεις για τα πλάνα, τις κινήσεις της μηχανής, τα πρώτα πλάνα. Γράφαμε τα πάντα. Έπειτα πηγαίναμε πάλι να το βρούμε και ανακαλύπταμε ότι το 40 τοις εκατό της κινηματογραφικής δομής το είχαμε συλλάβει, αλλά το 60 τοις εκατό όχι. Το έχουμε πει πολλές φορές. Υπάρχει εκείνη η σκηνή όπου ο Μπρούνο, ο γιος, βλέπει έναν κλέφτη που κλέβει ένα ποδήλατο, και οι περαστικοί τον πιάνουν και τον χτυπάνε, και καταλαβαίνει ότι αυτός ο κλέφτης είναι ο πατέρας του. Βλέποντάς την, εμείς γράψαμε: μακριά κίνηση της μηχανής γύρω από το πρώτο πλάνο του παιδιού. Σπαραχτικό. Έπειτα πήγαμε να την ξαναδούμε κι αντιληφθήκαμε ότι αντίθετα η κίνηση της μηχανής είναι πάρα πολύ σύντομη. Κι εκεί καταλάβαμε ότι αν εισάγεις ένα σωστό τυπικό στοιχείο τη σωστή στιγμή, γίνεται κάτι εκρηκτικό.
Εκτός από τον κινηματογράφο, μελετήσατε και το θέατρο.Πάντοτε στο όνομα του κινηματογράφου μελετούσαμε θεατρικά κείμενα για να μάθουμε να γράφουμε τους διαλόγους. Εμείς δεν παρακολουθήσαμε σχολές ή πειραματικά κέντρα. Πώς γράφεται ένας διάλογος; Πήραμε τον Ερρίκο Δ΄ του Πιραντέλο και τον Άμλετ, τους διαβάσαμε και τους ξαναδιαβάσαμε, και μετά τους ξαναγράψαμε. Όταν μετά τους συγκρίναμε, ανακαλύψαμε ομοιοκαταληξίες που δεν είχαμε αντιληφθεί, ή ατάκες που επαναλαμβάνονταν, με άλλο τρόπο, την ίδια έννοια που υπήρχε πέντε σελίδες πριν. Επιβάλαμε στον εαυτό μας τρομερές αυτο-ταπεινώσεις. Είναι δυνατό να ήταν τόσο διαφορετικό το κείμενο απ’ αυτό που είχαμε αντιγράψει; Χάρη σ’ αυτά τα λάθη, κάτι μάθαμε.
Ας ξαναγυρίσουμε στον νεαρό κινηματογραφόφιλο που έχει εκατοντάδες ταινίες στη διάθεσή του. Ας υποθέσουμε ότι μια μέρα αποφασίζει να γίνει σκηνοθέτης. Αν αυτός ο νέος θέλει να κάνει κινηματογράφο πρέπει να αντιγράψει, να αντιγράψει, να αντιγράψει. Αυτή είναι η εμπειρία μας. Πρέπει να πάρει τις 6 ή 7 ταινίες που αγαπάει περισσότερο και να εξακολουθήσει να τις βλέπει. Με τα dvdείναι εύκολο. Μπορεί να δει τις ταινίες όσες φορές θέλει και μετά να προσπαθήσει να τις ξαναγράψει, όπως κάναμε εμείς με τους Κλέφτες ποδηλάτων, προσπαθώντας να καταλάβει ποιες είναι οι κινήσεις της μηχανής, πότε χρησιμοποιείται η σταθερή μηχανή, τις σχέσεις μεταξύ σταθερής μηχανής και τράβελινγκ… Αφού θα αντιγράψει ξανά και ξανά, μπορεί να αρχίσει να πειραματίζεται γράφοντας. Αυτό το επάγγελμα, που μοιάζει ένα επάγγελμα για αργόσχολους, στην πραγματικότητα είναι μια συνεχής δουλειά. Εξαιρετικά κοπιαστική. Πρέπει να δουλεύεις πάντα, όχι μόνο γυρίζοντας. Είναι σημαντικό να προσπαθήσεις να γράψεις μια ιστορία (κινηματογραφική), προσπαθώντας να αποδείξεις στον εαυτό σου ότι είμαστε αυτό που πιστεύουμε ότι είμαστε. Είναι ανώφελο να λες: «Δε βρίσκω λεφτά να κάνω μια ταινία». Καλά, συνέχισε να ψάχνεις, στο μεταξύ όμως πρέπει να γράφεις, να παράγεις, πρέπει να είσαι επιμελής.
Όμως ο κινηματογράφος από μόνος του δεν αρκεί. Προσπάθησα να μαζέψω τα ονόματα που συνήθως συνδυάζονται με εσάς σαν προστάτιδες θεότητες: Ροσελίνι, Βισκόντι, Μπρεχτ, Τόμας Μαν, Τσάπλιν, Γκέτε, Βέρντι, Γκράμσι, Πιζακάνε, Πόλοκ, Τολστόι… Αναγνωρίζετε ότι είναι δικός σας αυτός ο κατάλογος;Είναι τέλειος! Ή μάλλον, σχεδόν τέλειος. Σχετικά με τον Τολστόι: εμείς τώρα θα πάμε στη Μόσχα για την προώθηση της ταινίας «Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει», που βγαίνει στη Ρωσία. Έχουμε όμως ζητήσει κάτι πολύ συγκεκριμένο. Είπαμε: ερχόμαστε ευχαρίστως, αλλά πρέπει να μας συνοδέψετε στη Γιασνάγια Πολιάνα [το αγρόκτημα στο οποίο έζησε ο ρώσος συγγραφέας, που βρίσκεται 12 χιλιόμετρα από την Τούλα]. Το σπίτι του Τολστόι στη Μόσχα το ξέρουμε ήδη, τώρα θέλουμε να δούμε τη Γιασνάγια.
Ας μιλήσουμε για τα ενδιαφέροντά σας εκτός κινηματογράφου, που υπήρξαν τόσο σημαντικά για τη διαμόρφωσή σας.Όταν ήμασταν παιδιά ήμασταν πολύ δεμένοι με τη μουσική, παίζαμε ο ένας πιάνο και ο άλλος βιολί. Όμως διαβάζαμε και πολύ. Αρχίζοντας από τα βιβλία Scalad’Oro(ΣτΜ παλιές εκδόσεις παιδικών βιβλίων). Σ’ εκείνους τους τόμους υπήρχε κάτι που δεν ήταν ωραίο, αλλά για μας είναι ωραίο παρόλα αυτά: τα μεγάλα έργα αποδίδονταν περιληπτικά από άριστους συγγραφείς. Κάποια μυθιστορήματα τα ανακαλύψαμε με τη Scalad’oro. Το Πόλεμος και Ειρήνη (θεμελιώδες για μας, όπως και ο Σαίξπηρ) το ξαναδιαβάσαμε μετά από πολλά χρόνια, ανακαλύπτοντας ότι το κατείχαμε και δεν το κατείχαμε.
Μια φορά, σε μια πανεπιστημιακή αίθουσα στην οποία μας ζήτησαν να μιλήσουμε για θέατρο και λογοτεχνία, τολμήσαμε να πούμε ότι αγαπάμε τον Τολστόι επειδή δε χρειάζεται λεξιλόγιο. Έτσι όπως το είπαμε φαίνεται ανοησία. Εμείς, στην πραγματικότητα, αγαπάμε πάρα πολύ τη γραφή του Τολστόι. Θέλαμε να πούμε ότι στα μυθιστορήματά του η μετάβαση από τη γραπτή σελίδα στο βίωμα είναι τόσο ασυναίσθητη ώστε να μοιάζει σχεδόν ότι δε χρησιμοποίησε κανένα μέσο. Μοιάζει σαν κάτι συνεχές. Ο Τολστόι έχει αυτή τη δύναμη.
Μας γοήτευσε κάτι που έλεγε: το να γράφεις είναι σαν να περπατάς. Δε σκέφτεσαι ποτέ πως όταν βάζεις μπροστά το δεξί σου πόδι πρέπει μετά να βάλεις μπροστά το αριστερό. Περπατάς και τέρμα. Αν το σκεφτείς, σκοντάφτεις.
Είναι εύκολο να αντιληφθείς πότε, σε μια ταινία, ένας σκηνοθέτης σκοντάφτει. Φαίνεται ότι σκέφτηκε υπερβολικά. Ότι η μετάβαση είναι βιασμένη..
Ναι, κάποιες φορές ακούς το ξεφύλλισμα του σεναρίου. Ή υπάρχει συχνά αυτό που κάνουν οι νέοι στα πρώτα τους έργα: κρατάνε ένα μακρύ πλάνο, υπερβολικά μακρύ, νομίζοντας ότι έτσι γίνεται πιο σημαντικό. Δεν είναι καθόλου αλήθεια. Όταν βγήκε το steady[μηχανή που κινείται μαζί με τον οπερατέρ κρατώντας όμως ακίνητη την εικόνα], ήταν μια σπουδαία κατάκτηση, μιας που επιτρέπει να κάνεις travellingback. Εμείς χρησιμοποιήσαμε πολύ τη σταθερή μηχανή στον κινηματογράφο μας. Τα travellingπου κάναμε ήταν πάντοτε lateral, γιατί δεν μπορείς να στέκεσαι μπροστά, αλλιώς θα φανούν οι ράγες. Οι αμερικάνοι στέκονταν απέναντι, γιατί, έχοντας πολλά μέσα, εκείνους τους θαυμάσιους γερανούς, δημιουργούσαν travellingbackπου εμείς πάντα ζηλεύαμε. Το steadyυπήρξε μια κατάκτηση της κινηματογραφικής γλώσσας. Όταν όμως ήρθε, υπήρχαν κάποιοι νέοι, πρωτάρηδες και μη, που έκαναν ένα μόνο πλάνο: ένας έβγαινε από το σπίτι, συναντούσε την κοπέλα, έμπαινε στο μετρό και ανεβοκατέβαιναν από το μετρό… και «διάβολε, τι καλός που είναι!», έλεγαν. Όχι! Αυτή είναι η άρνηση του να είσαι δημιουργικός στον κινηματογράφο.
Ένα trvellingbackεσείς το κάνατε σε μια από τις πρώτες σας ταινίες μικρού μήκους, «CurtatoneeMontanara». Ξεκινούσε από το προαύλιο του πανεπιστημίου της Πίζας. Ναι, ακριβώς. Είναι ένα από τα ντοκιμαντέρ που δεν καταφέρνουμε πια να ξαναβρούμε. Σκέψου πόσο είμαστε γέροι: τότε το travellingδεν ήταν από σίδερο, αλλά από συμπαγές ξύλο. Έπρεπε να ξεκινήσεις και μετά να στρέψεις τη μηχανή λήψης ψηλά, έτσι ώστε να μη φαίνονται οι ράγες.
Σας είπαν ότι εκείνο το ντοκιμαντέρ ήταν πολύ «αφηρημένο».Ναι. Διαγωνιζόταν στα βραβεία ποιότητας και το απέρριψαν. Λόγω του αφηρημένου. Και επειδή μας κατηγόρησαν για «πλαστογράφηση της ιστορίας».
Θα συμβεί κι άλλες φορές.Σε εμάς κόλλησαν δύο ετικέτες: ιστορικός κινηματογράφος και πολιτικός κινηματογράφος. Είναι λάθος και οι δύο.
Ας μιλήσουμε για την πρώτη παρανόηση. Τον «ιστορικό» κινηματογράφο των Ταβιάνι.Είναι ξεκάθαρο ότι μας αρέσει η ιστορία και μας αρέσει να βρίσκουμε στην ιστορία προβλέψεις και απαντήσεις. Μας προκαλούσε πάντα δέος η βλέψη του Πιζακάνε στην ουτοπία, η προσπάθεια να αλλάξει την πραγματικότητα του Νότου, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι είχε τις δυνάμεις να το κάνει. Είναι λίγο σαν τον δικό μας κινηματογράφο. Εμείς δημιουργούσαμε ταινίες για το κοινό. Λέγαμε: ο κινηματογράφος μας είναι κατά κάποιον τρόπο σαν την εκστρατεία του Πιζακάνε, μόνο που δε μας σκότωσαν ακόμη. Νομίζαμε ότι κάναμε κινηματογράφο για το κοινό, κι αντίθετα το κοινό μας έσφαζε, γιατί δεν πήγαινε να δει τις ταινίες μας. Νιώθαμε ότι εκείνος ο τρομερός κόπος των εκστρατειών του Πιζακάνε ήταν ίδιος με τον δικό μας.
Στο «Allonsanfan» θελήσαμε να βάλουμε τα κόκκινα πουκάμισα, τον καιρό που ο Γκαριμπάλντι ήταν ακόμη παιδάκι. Τα επινοήσαμε, επειδή είχαμε ανάγκη από εκείνο το κόκκινο σημάδι. Όταν παρουσιάσαμε την ταινία, ένας καθηγητής σηκώθηκε και είπε: «Δεν θα το δείξω ποτέ στους μαθητές μου, γιατί προδώσατε την ιστορία». Είχε δίκιο από την πλευρά του, επειδή εκείνος θα ήθελε μια ιστορική απεικόνιση. Όμως μια ταινία είναι κάτι άλλο. Του φέραμε το κλασικό παράδειγμα της Ζαν Ντ’ Αρκ, με τους πολλούς τρόπους που παρουσιάστηκε στον κινηματογράφο και στην ιστορία. Για τον Σαίξπηρ είναι μια φρικτή μάγισσα. Στον κινηματογράφο υπάρχει η Ζαν του Ντρέγιερ, ένα αφελές, αθώο, αλλά και φοβισμένο κορίτσι, έπειτα υπάρχει η Ζαν του Ροσελίνι, που είναι πολύ διαφορετική, κι έπειτα η Ζαν του Μπρεσόν. Ποια είναι η πραγματική; Στην τέχνη είναι όλες αληθινές, γιατί αυτός που τις αφηγήθηκε κατόρθωσε να τις κάνει αληθινές. Η αλήθεια του έργου τέχνης είναι κάτι άλλο. Εμείς δεν αναζητούμε την αλήθεια της ιστορίας, αλλά την αλήθεια της ταινίας.
Δεύτερη παρανόηση: ο «πολιτικός κινηματογράφος».Είναι κάτι που μας κυνηγούσε πάντα.
Ίσως επειδή είπατε ότι ήταν ο κινηματογράφος αυτός που σας έκανε να ανακαλύψετε τον «κόκκινο» κόσμο.Είναι αλήθεια. Μας έκανε να ανακαλύψουμε μια ανθρωπότητα που δε γνωρίζαμε. Ο νεορεαλισμός δεν είναι πολιτικός κινηματογράφος, όμως μας επέτρεψε να ανακαλύψουμε έναν κόσμο που δε γνωρίζαμε ως αστοί, τον κόσμο των καταπιεσμένων, τον εργατικό κόσμο και πάνω απ’ όλα τον αγροτικό κόσμο.
Εμείς γεννηθήκαμε σε μια πού ιδιαίτερη περίοδο: φασισμό, ναζισμό, αντάρτες, αντίσταση, ανοικοδόμηση. Ζήσαμε μέσα στη μεγάλη κίνηση της ιστορίας, της πολιτικής, της κοινωνίας.
Ας κάνουμε μια αναφορά λυκείου. Ο άνθρωπος είναι ζώο πολιτικό, επειδή ζει ανάμεσα στους άλλους και, αν έχει μια ελάχιστη σχέση με τους άλλους, αποκτά ακόμη και χωρίς να το θέλει μια συμπεριφορά, έναν τρόπο πολιτικό. Εμείς αυτό λέμε. Αφηγηθήκαμε τα πράγματα, τους ανθρώπους που βρίσκονταν γύρω μας, εμάς τους ίδιους σε σχέση με τον καιρό μας. Ο καθένας έχει τα αισθήματά του, τις υπαρξιακές του αξίες, ακόμη και τις ατομιστικές, ο καθένας κάνει τις επιλογές του και έχει τα όνειρά του, υπάρχει όμως πάντα μια στιγμή κατά την οποία ο άνθρωπος έρχεται σε αντιπαράθεση με την κοινωνία και με τους άλλους. Ποτέ δε σκεφτήκαμε: τώρα θέλω να κάνω μια πολιτική ταινία για να αποδείξω αυτό ή το άλλο. Το ’44 μέσα σε ένα καλοκαίρι αναποδογυρίστηκε ο κόσμος. Από τους ναζί στους αντάρτες και στην ελευθερία. Η πραγματικότητα δεν είναι ποτέ οριστικά κλειστή. Υπάρχει πάντα η πιθανότητα να αναποδογυριστεί στο αντίθετό της. Είναι μια εμπειρία που ζήσαμε πάνω στο πετσί μας, γιατί κι εμείς διαφύγαμε στους λόφους, μας πυροβόλησαν από πίσω, σκότωσαν τους φίλους μας, είδαμε τον πόνο, το αίμα, τους νεκρούς. Όλα αυτά άλλαξαν μέσα σε λίγους μήνες. Στις πιο δύσκολες στιγμές, όταν φαίνεται ότι η ζωή δεν έχει πια νόημα, και δεν ξέρεις πια τι σε περιμένει, όταν χάνεται το νόημα των πραγμάτων που κάνουμε, ξανασκεφτόμαστε εκείνο το καλοκαίρι. Όχι όμως πολιτικά. Ξανασκεφτόμαστε το γεγονός ότι η ανθρωπότητα έχει μέσα της τη δύναμη να αλλάξει. Έτσι αυτή η μνήμη, αυτή η ανάμνηση, γίνεται παρόν, κι αυτό μας βοηθάει πολύ.
Αυτό ισχύει και για τα χρόνια που μας έφεραν στο ’68;Εκείνα τα χρόνια το να κάνεις πολιτική σήμαινε να αποφασίσεις ποιον θα αγαπάς. Όλα περνούσαν μέσα από το πολιτικό φίλτρο, επειδή νομίζαμε ότι πραγματοποιούνταν ένας μετασχηματισμός της κοινωνίας. Πολιτική σήμαινε φιλοσοφία, αισθήματα, σχέσεις. Αυτά τα πράγματα, και οι άνθρωποι μαζί με τους οποίους τα ζούσαμε, εμείς τα αφηγηθήκαμε, όχι επειδή θέλαμε να κάνουμε μια ταινία για το ’68, αλλά γιατί θέλαμε να αφηγηθούμε μια εμπειρία που ζήσαμε στο πετσί μας. Στους Ανατρεπτικούς υπάρχει ο θάνατος του Τολιάτι, αλλά υπάρχουν και οι σχέσεις με τους γονείς μας, με τη γη μας, με «εσωτερικά» πρόσωπα, με ομοφυλόφιλους, μέχρι που ένας από τους πρωταγωνιστές ονομάζεται Λεονάρντο Ντα Βίντσι. Όταν μας λένε ότι κάνουμε «πολιτικό κινηματογράφο» θυμώνουμε πολύ. Θέλεις να δημιουργήσεις μια πολιτική ταινία;. Κάνε ένα ντοκιμαντέρ! Κάνε πληροφόρηση! Μια από εκείνες τις ταινίες που γίνονται και τρώγονται αμέσως. Αλλά δεν είναι αυτό που κάνουμε εμείς.
Συγχωρέστε μας για την υψηλή αναφορά: κάνει κανείς μέγιστα παραδείγματα επειδή έτσι προσκολλάται στους μεγάλους. Όταν μιλάμε για τον Ντοστογιέφσκι και τον Τολστόι, μιλάμε για τη θρησκευτικότητά τους. Τα μυθιστορήματά τους, κυρίως αυτά του Ντοστογιέφσκι, έχουν μια ιδεολογία που είναι θρησκευτική. Κανείς όμως δε σκέφτεται ότι είναι βιβλία θρησκευτικής προπαγάνδας. Είναι βιβλία για τα μεγάλα ζητήματα του ανθρώπου, για τη ζωή, για την κοινωνία. Τα βιβλία τους δεν προσφέρουν ένα δογματικό μήνυμα, αλλά έναν τρόπο για να πλησιάσουμε το μυστήριο του κόσμου.
Ο Τολστόι «σας» δεν έχει καμία θρησκευτική αναφορά. Όταν διασκευάσατε «Το Θείο και το ανθρώπινο» (στο «Ο Σαν Μικέλε είχε έναν κόκορα») έλεγαν ότι οι άθεοι Ταβιάνι στη θέση του «Θείου» είχαν βάλει το «πολιτικό».Είναι αλήθεια. Και στην «Ανάσταση» το τέλος του Τολστόι είναι πολύ θρησκευτικό. Και είναι άσχημο. Εμείς γράψαμε ένα άλλο. Κατά τη γνώμη μας πιο ωραίο.
Αναρωτηθήκατε ποτέ, σ’ εκείνο το πολιτικό κλίμα, μ’ εκείνη την ένταση που και εσείς συμμεριστήκατε πάντα προς μια διαφορετική κοινωνία, αν η ταινία που δημιουργούσατε χρησίμευε γι’ αυτό το σκοπό;Όχι. Εμείς πιστεύαμε ότι όλη η ζωή μας έτεινε προς την αλλαγή. Το ουτοπικό στοιχείο υπήρχε πάντα. Δεν σκεφτόμασταν: αυτή η ταινία θα χρησιμέψει συγκεκριμένα για κάτι. Όταν γυρίσαμε τους «Ανατρεπτικούς» είχαμε φύγει από το ΙΚΚ λόγω των γεγονότων της Ουγγαρίας, ήμασταν όμως πάντα δεμένοι με το κόμμα. Κι όμως η ταινία δέχτηκε επίθεση από την αριστερά. Όταν γυρίσαμε την πρώτη μας ταινία, «Ένας άνθρωπος για κάψιμο», δεν είχαμε σίγουρα στο νου μας έναν σοβιετικό ήρωα. Ήδη είχαν ειπωθεί πολλά για τον Σαλβατόρε Καρνεβάλε, τον συνδικαλιστή που δολοφονήθηκε από τη Μαφία. Πριν από το γύρισμα συνέβη κάτι που μας συγκίνησε πολύ. Μπορούμε να απομακρυνθούμε από το θέμα;
Πρέπει!Κάναμε ένα ντοκιμαντέρ για την κυβέρνηση Μιλάτσο που αφορούσε τη Σικελία. Γυρίσαμε όλο το νησί. Κάποτε συναντήσαμε έναν εκπρόσωπο του εργατικού κέντρου, σοσιαλιστή, σε ένα χωριουδάκι στην κορφή ενός βουνού. Φάγαμε μαζί, και σε κάποια στιγμή είπε: ήρθε η ώρα της ομιλίας. Πήγε στην πλατεία, με τρεις ή τέσσερις συντρόφους, πήρε μια καρέκλα, την έβαλε στο κέντρο, ανέβηκε πάνω κι άρχισε να μιλάει. Μέσα στην ομίχλη. Και μιλούσε με μια δύναμη! Έλεγε: «Γιατί εγώ το ξέρω ότι εσείς πίσω απ’ αυτά τα παράθυρα με ακούτε». Ήταν αλήθεια. Και ήταν απίστευτο το θάρρος αυτού του ανθρώπου, σε ένα χωριό της Μαφίας.
Σ’ εκείνο το ταξίδι κάναμε πολλές παρόμοιες συναντήσεις. Και ανάμεσα στα άλλα πήγαμε να γνωρίσουμε τη μητέρα του Σαλβατόρε Καρνεβάλε. Την πρώτη γυναίκα που είχε σπάσει την ομερτά, που είχε καταγγείλει, λέγοντας ονόματα και επώνυμα. Νομίζαμε ότι θα συναντούσαμε μια μεγαλόσωμη και δυνατή γυναίκα, μια Παξινού. Αντίθετα πέσαμε πάνω σε μια γυναίκα κοντούλα, εύθραυστη, πολύ ευγενική. Μας πήγε στο νεκροταφείο, στον τάφο του Καρνεβάλε. Είχαμε μια μηχανή λήψης Ariflex, από τις παλιές, χωρίς ήχο, που ενώ δούλευε έκανε κλα κλα κλα κλα. Εκείνη είχε γονατίσει, αλλά το φιλμ τελείωσε αμέσως, καθώς και ο θόρυβος της μηχανής. Τότε γύρισε και μας είπε: «Γιατί δε δουλεύει;». Βάλαμε άλλο ένα φιλμ, ξανάρχισε το κλα κλα κλα κι αυτή η γυναίκα, μόλις άκουσε το θόρυβο, σαν να την είχε αγγίξει ένα μαγικό ραβδί, άρχισε να παίζει θέατρο σαν μια Μήδεια, σαν σε αρχαία ελληνική τραγωδία, ουρλιάζοντας «Γιε μου!», σφαδάζοντας, χτυπώντας τις γροθιές της πάνω στον τάφο, κάνοντας όλα αυτά που θα περίμενε κανείς εκείνη την εποχή από μια σικελή γυναίκα που κλαίει το νεκρό της γιο. Τέλειωσε το φιλμ και, τακ, εκείνη ξανάγινε φυσιολογική και μας κέρασε καφέ. Το γεγονός αυτό μπορεί να σε κάνει να χαμογελάσεις, όταν όμως το σκεφτήκαμε καταλάβαμε ότι είχαμε παρακολουθήσει κάτι επαναστατικό: αυτή η σικελή γυναίκα, η αναλφάβητη, είχε καταλάβει την αξία του κινηματογράφου στον κόσμο! Είχε καταλάβει ότι εκείνη η μηχανή χρησίμευε στο να κάνει γνωστή την ιστορία του γιου της, στο να πάρει εκδίκηση.
Αυτή τη δυνατή συγκίνηση, όταν επιστρέψαμε στη Ρώμη, με το αυτοκίνητο, αποφασίσαμε να τη μετατρέψουμε σε μια ταινία. Κι έτσι γεννήθηκε η ταινία «Ένας άνθρωπος για κάψιμο», που εμπνεόταν από τη ζωή του Καρνεβάλε, αλλά με μεγάλη ελευθερία.
Ανάμεσα στα άλλα εκείνος είχε πει μια ατάκα του τύπου: «Όποιος με σκοτώσει είναι σαν να σκοτώνει τον Χριστό». Ήταν και λίγο μυθομανής. Ένας που έπαιζε θέατρο.
Ένας άνθρωπος με τις αντιφάσεις του.Ναι, έτσι ακριβώς. Και για να τον ερμηνεύσει, επιλέξαμε τον Βολοντέ, που ήταν στην αρχή της καριέρας του. Γυρίζοντας αυτή την ταινία αντλήσαμε και από τις δικές μας εμπειρίες και από τον «Κοριολανό» του Σαίξπηρ. Όταν τελείωσε, την προβάλαμε στα κεντρικά γραφεία του ΙΚΚ. Εκείνη την εποχή συνηθιζόταν οι κομμουνιστές σκηνοθέτες να παρουσιάζουν τα έργα τους στο κόμμα.
Τελειώνει η ταινία: σιωπή. Δεν ήταν εκεί ο Τολιάτι, μα ο Αλικάτα, ο διευθυντής της Unitΰ. Ήταν παρών και ο Αντονέλο Τρομπαντόρι, ένας φίλος, που πήγε να χειροκροτήσει, αλλά κατάλαβε αμέσως ότι ήταν άκαιρο. Σε κάποια στιγμή σηκώνεται ο Αλικάτα, δείχνοντάς μας με το δάχτυλο, και λέει: «Ρίξατε λάσπη στη μνήμη ενός ανθρώπου της αγροτικής και εργατικής τάξης. Ντροπή σας!». Είπε αυτό που ήταν σωστό να πει από την οπτική μια ιδεολογικής αντίληψης που εμείς απορρίπτουμε.
Ο Καζιράγκι, ο κριτικός της Unitΰ, είχε δει την ταινία και του άρεσε πάρα πολύ. Όταν όμως η ταινία πήγε στη Βενετία, και είχε μεγάλη επιτυχία, η Unitΰ δεν δημοσίευσε την κριτική του. Στη Βενετία ήταν και ο Αμέντολα, στον οποίο άρεσε η ταινία. Τότε αποφασίσαμε να πάμε να του πούμε τι είχε συμβεί με την εφημερίδα. Τον συναντήσαμε στο Λίντο ενώ έβγαινε από τη θάλασσα. Και μας είπε: «Εγώ δε συμφωνώ μ’ αυτή τη συμπεριφορά, αλλά εσείς κάνετε ένα λάθος: θεωρείτε την Unitΰ ως μια ανεξάρτητη εφημερίδα. Δεν είναι. Είναι κομματική εφημερίδα. Αν η πολιτιστική επιτροπή αποφάσισε μια συγκεκριμένη γραμμή, η γραμμή είναι αυτή». Στην πραγματικότητα πήγε μετά στη Ρώμη, τσαντίστηκε και έγινε χαμός. Αυτό ήταν το κλίμα της εποχής που έδινε δύναμη σε εμάς, γιατί ήμασταν βέβαιοι ότι ο δρόμος μας ήταν αληθινός, σωστός, παρθένος, επαναστατικός.
Λέτε συχνά ότι η χρησιμότητα μιας ταινίας δεν υπάρχει έξω από την αποτελεσματικότητα της συγκεκριμένης της γλώσσας. Πάνω σ’ αυτό συμφωνούμε πλέον (σχεδόν) όλοι. Αν πρέπει να αφηγηθεί κανείς το Βιετνάμ, πρέπει να «βιετναμοποιήσει τη γλώσσα της ταινίας», όχι να κάνει μια πολιτική ομιλία για το ζήτημα αυτό. Όμως αυτό δεν είναι τόσο εύκολο αν, για παράδειγμα, πρέπει να αφηγηθεί τον Μπερλουσκόνι (το είδαμε αυτά τα χρόνια…).Δεν το κάναμε και άρα δεν ξέρουμε. Θα μπορούσαμε όμως να το βάλουμε στο επίπεδο του τραγικού γκροτέσκ. Κι αυτό μια γλώσσα είναι. Θα έπρεπε να χρησιμοποιήσουμε τα μέσα του κινηματογράφου για να κάνουμε να ξεπηδήσει το γκροτέσκ από την ταινία. Ένα καλό παράδειγμα είναι ο «Κροκόδειλος» του Νάνι Μορέτι.
Αισθάνεστε ακόμη ουτοπιστές και ανατρεπτικοί; Η ταινία «Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει» είναι με όλους τους τύπους μια ταινία «ανατρεπτική» για τον τρόπο που τη συλλάβατε και την παρήγατε.Δεν είναι τι θέλεις να είσαι, είσαι αυτό που είσαι. Αλλά έχουμε και αλλάξει, μαζί με τη ζωή. Η αίσθηση του μυστηρίου υπάρχει πάντα. Μυστήριο σημαίνει να πιστεύεις ότι η ανθρωπότητα μπορεί να έχει μια πορεία που έρχεται σε αντίθεση με μια άλλη πορεία, αλλά να ξέρεις ότι η δύναμη της φύσης είναι τόσο μεγαλύτερη από τη δύναμη του ανθρώπου, ώστε να μην είναι δυνατό να γνωρίσεις πραγματικά το τελικό πεπρωμένο της ανθρωπότητας.
Αυτό το ονομάζουν «θρησκευτικότητα των Ταβιάνι».Εμείς προσπαθήσαμε να βρούμε ένα θραύσμα από το νόημα της ζωής. Ίσως να το βρήκαμε. Όμως η φύση δε μας έδωσε μια ωραία απάντηση. Αυτή είναι η πραγματική αδικία. Που φτάνουμε στο σημείο να πεθάνουμε χωρίς κανείς να μας δώσει μια οριστική απάντηση για το τι είναι η ζωή. Μέσα στην πολυπλοκότητα της σχέσης ανθρώπου και φύσης υπάρχουν τα πάντα, συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής, συμπεριλαμβανομένης της ουτοπίας. Εσύ αναζητάς: τι θα βρεις είναι μυστήριο.
Όμως πιστεύετε ακόμη στην αναγκαιότητα του αγώνα. Της προσπάθειας.Οπωσδήποτε. Δεν παραδινόμαστε, ποτέ. Λένε ότι γερνώντας γινόμαστε πιο γενναιόδωροι, πιο ανεκτικοί. Δεν είναι αλήθεια. Έχουμε το ίδιο επαναστατικό ένστικτο που είχαμε πάντα.
Έπειτα υπάρχουν οι περιστάσεις.Υπάρχει το στοιχείο της τύχης. Ο Μακιαβέλι έλεγε: το ταλέντο μετράει κατά 40-50 τοις εκατό και τα υπόλοιπα είναι τύχη. Είναι αλήθεια! Η ταινία «Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει» γεννήθηκε στην τύχη. Η αγάπη μας για τον κινηματογράφο, η επιθυμία να κάνουμε κινηματογράφο, δεν άλλαξε. Είναι ένα επάγγελμα που μας αρέσει. Δεν έχουμε καμία πρόθεση να βγούμε στη σύνταξη. Το να κάνεις κινηματογράφο είναι ωραίο για πολλούς λόγους. Ξεκινώντας από τη δυνατότητα να ζήσεις μαζί με άλλα 40-50 άτομα, με τα οποία είσαι συνεργός στην υλοποίηση μιας ταινίας. Γεννιούνται φιλίες, έρωτες, έστω και αν εξαφανίζονται όλοι όταν τελειώνει η ταινία και ο σκηνοθέτης μένει μόνος να κάνει το μοντάζ του… Είχαμε σχέδια που μας φαίνονταν σημαντικά. Έμοιαζαν πολύ παραδοσιακά σε σχέση με τον κινηματογράφο που είχαμε ήδη κάνει, κι αυτός είναι ένας κίνδυνος που διατρέχεις όταν γερνάς: η επανάληψη.
Ξαφνικά, μέσα σ’ αυτό το κλίμα, έρχεται η πρόταση της Ντανιέλα Μπεντόνι που μας ζητούσε από καιρό να πάμε στις φυλακές της Ρεμπίμπια για να δούμε τις θεατρικές παραστάσεις που ανέβαζαν στη σκηνή οι φυλακισμένοι. Είχαμε στο νου μας τη συνηθισμένη ωραία φιλοδραματική, δεν είχαμε μεγάλη όρεξη. Μετά όμως από αρκετό καιρό που μας το ζητούσε, πήγαμε. Δεν γνωρίζαμε τον Φάμπιο Καβάλι, το σκηνοθέτη που δούλευε στη φυλακή. Πήγαμε και μας συνεπήρε αυτή η πραγματικότητα. Μας συνεπήρε όχι μόνο από συγκινησιακή πλευρά, όπως μπορεί να συμβεί στον καθένα. Μας συνεπήρε από την άποψη των ανθρώπων που διαβλέπουν τη δυνατότητα έκφρασης της συγκίνησης που νιώθουν. Αποφασίσαμε ότι έπρεπε να αφηγηθούμε αυτή τη συγκίνηση. Σκοπός μας ήταν να κάνουμε ένα ντοκιμαντέρ-ταινία, ορισμό που θεωρούμε τερατώδη. Δε μας ενδιέφερε ο τρόπος: θα είναι ντοκιμαντέρ, θα είναι θέατρο, θα είναι υποκριτική τέχνη. Αυτή η συγκίνηση έπαιρνε διαφορετικούς δρόμους που δεν ήταν δυνατό να καθορίσεις κανείς. Αρχίσαμε τη δουλειά και τέρμα. Και σε κάποια στιγμή αντιληφθήκαμε ότι γυρίζαμε με την ίδια ασυνειδησία, με τον ίδιο κατεργάρικο τόνο, με τον οποίο είχαμε γυρίσει τις πρώτες μας ταινίες.
Και για μια άλλη φορά επιστρέψατε για να «σκοτώσετε τον πατέρα» (αυτή τη φορά τον Καίσαρα).
Είναι ξεκάθαρο ότι μετά αναδύονται και πάλι τα ζητήματα μιας ολόκληρης ζωής. Αναδύθηκε και πάλι η αγάπη μας για τον Σαίξπηρ, για τον Ιούλιο Καίσαρα. Δουλεύοντας πάνω σ’ αυτό το θέμα, αντιληφθήκαμε ότι είχαμε ήδη χρησιμοποιήσει κάποιες ατάκες του κειμένου σε άλλες ταινίες, χωρίς να το αναφέρουμε, χωρίς να σκεφτούμε να το τιμήσουμε. Για παράδειγμα όταν ο Βρούτος και ο Κάσιος πριν από τη μάχη λένε: «Ίσως να μην ξαναϊδωθούμε. Όμως θα ήθελα να ήταν κιόλας αύριο για να ξέρω πώς πήγαν τα πράγματα». Στην ταινία «ο Σαν Μικέλε είχε έναν κόκορα», όταν οι επαναστάτες είναι κάτω από το χωριό, λένε το ίδιο πράγμα. «Θα ήθελα να ήταν κιόλας αύριο για να ξέρω πώς πήγαν τα πράγματα». Ξαναβγήκε έξω, μέσα σ’ όλο εκείνο τον μαρασμό, με τη συγκίνηση που μας έδιναν εκείνα τα πρόσωπα, εκείνοι οι φυλακισμένοι.
Βρεθήκαμε να αντιμετωπίζουμε και πάλι τις ομιλίες του Βρούτου και του Μάρκου Αντωνίου έπειτα από 500 χρόνια που αυτό το πράγμα παιζόταν, μετά από τον Μάρλον Μπράντο. Λέγαμε ο ένας στον άλλο: μα είμαστε τρελοί! Παλαβώσαμε! Και όμως. Επιλέξαμε εκείνο το μακρύ πεδίο στο γήπεδο του μπάσκετ που καιγόταν από τον ήλιο κι εκείνους τους δύο ηθοποιούς, που μας έκαναν να συγκινηθούμε, γιατί συγκινείται κανείς όταν γυρίζει μια ταινία. Όταν ο Σαλβατόρε Στριάνο, ο Βρούτος, λέει «Perquestoiol’aggioacciso» (ΣτΜ στη ναπολιτάνικη διάλεκτο, γι’ αυτό εγώ τον σκότωσα) είδαμε κάτι στα μάτια του. Όχι ότι ήταν καλύτερος από τον Μάρλον Μπράντο. Είναι σίγουρα ένας ταλαντούχος ηθοποιός, μα σ’ εκείνον, στο βλέμμα του, υπάρχει μια αλήθεια παραπάνω: λέει κάτι που είδε στ’ αλήθεια, για έναν κόσμο που εκείνος γνωρίζει. Κι αυτό συνέβη και με τους άλλους ηθοποιούς. Να τι μας συνεπήρε, και πιθανά συνεπήρε και το κοινό.
Ο Βρούτος δεν ήταν μια πρόφαση για να πούμε κάτι άλλο. Εμείς θέλαμε να αφηγηθούμε στ’ αλήθεια το δράμα του Βρούτου. Κι ενώ το αφηγούμασταν, αντιληφθήκαμε ότι αφηγούμασταν και το δράμα εκείνου που το ερμήνευε. Το κοινό το ένιωσε αυτό. Ήταν η συνάντηση αυτών των δύο τραγωδιών που δημιούργησε εκείνη τη δύναμη.
Πριν από λίγες μέρες μας ήρθε το μήνυμα ενός καλογέρου. Έλεγε: μαζί με έναν άλλο αδελφό έφερα δέκα μαθητές ιερατικής σχολής να δουν την ταινία και κλάψαμε πολύ. Όταν επιστρέψαμε, δεν πήγαμε να κοιμηθούμε. Θελήσαμε να ξαγρυπνήσουμε όλη τη νύχτα και να προσευχηθούμε για σας, για όλους αυτούς που δημιούργησαν αυτή την ταινία.
Κι όλα αυτά μετά από μια περίοδο κατά την οποία είχατε δεχτεί επίσης πολλές κριτικές για τις τηλεοπτικές σας εμπειρίες.
Μια από αυτές τις τηλεοπτικές δουλειές δεν την αγαπάμε καθόλου: τη «Λουίζα Σανφελίτσε». Όμως η «Ανάσταση», για παράδειγμα, πέτυχε.
Υπάρχουν κάποιοι, σχετικά μ’ αυτό, που ξαναθυμήθηκαν τον Ροσελίνι και το στοίχημά του για την τηλεόραση ως εργαλείο διάδοσης της γνώσης. Ίσως να ήταν άλλοι καιροί. Και μια άλλη τηλεόραση.
Εμείς αυτό το πιστέψαμε. Όταν κάναμε την «Ανάσταση» είπαμε στον εαυτό μας: είναι μια ανταλλαγή. Μα δεν πάμε να χωθούμε πάλι μέσα στη συζήτηση για τις διαφορές μεταξύ κινηματογράφου και tv.
Έπειτα από τη νίκη του «Καίσαρα» στο Βερολίνο, η τηλεόραση ξανάρχισε να σας αναζητά.
Χθες βράδυ συνάντησα στο δρόμο ένα παιδί με ένα σκύλο, που μου είπε: «Συγγνώμη, εσείς δεν είστε ένας από τους αδελφούς Ταβιάνι;». «Ναι». «A, τότε συγχαρητήρια!». Ένα παιδί που δεν είχα ξαναδεί. Είναι το αποτέλεσμα της τηλεόρασης. Στη συνέχεια, μετά από 20 μέρες σε σβήνουν… Συμβαίνουν περίεργα πράγματα αυτήν την περίοδο. Πριν από καιρό μας τηλεφώνησε ένας κύριος που δε γνωρίζαμε: είπε ότι αφού είδε την ταινία μας αποφάσισε να βάλει την ιταλική σημαία στο μπαλκόνι. Τώρα γίναμε και πατριώτες.
Πάτε ακόμη στον κινηματογράφο; Υπάρχει κάτι που να σας έκανε εντύπωση πρόσφατα;
Δε θα θέλαμε να πούμε ονόματα, γιατί ξεχνάμε πάντα κάποιον. Ο ιταλικός κινηματογράφος είναι πάρα πολύ ζωντανός, γεμάτος ταλέντα, αλλά είναι μπλοκαρισμένος από την οικονομική κατάσταση και από τον τρόπο με τον οποίο έχει δομηθεί η παραγωγή και η διανομή. Το ξέρουμε. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, είναι διαφορετικά.
Το πρόβλημα είναι ότι αυτός ο πειθαναγκασμός από παραγωγικής πλευράς οδηγεί στη δημιουργία ενός μέτριου προϊόντος, που υλοποιείται από άτομα που ξέρουν να γυρίζουν καλά, με ηθοποιούς που παίζουν όλοι καλά, μα που εσύ μπορείς να μπεις σε έναν κινηματογράφο, να βγεις, να πας σε μια άλλη αίθουσα και να έχεις την εντύπωση ότι βλέπεις πάντα το ίδιο έργο. Αντιλαμβάνομαι ότι αυτό που λέω είναι κακία.
Είναι η πραγματικότητα
Μα κατά βάθος πάντα έτσι ήταν. Όταν ήρθαμε στη Ρώμη υπήρχε ένας τρόπος κινηματογράφησης που ήταν της μόδας και που δεν μπορούσαμε ασφαλώς να αγαπήσουμε. Υπήρχε πάντα αυτή η άμπωτη.
Και η προσπάθεια δημιουργίας νέων εμπορικών ρευμάτων ή ακόμη και ρευμάτων δημιουργών.
Έπειτα από την επιτυχία του «Πατέρα αφέντη» μάς ήρθαν διάφορες προτάσεις παραγωγής στην Ιταλία και στο εξωτερικό: μητέρα αφέντρα, γιος αφέντης, όλες ιστορίες οικογενειακών συγκρούσεων. Τέσσερις- πέντε προτάσεις αυτού του είδους. Παράξενη ιστορία κι αυτή του «Πατέρα αφέντη», μιας άλλης ταινίας που γεννήθηκε κατά τύχη, από τη συνάντηση με τον Γκαβίνο. Λένε ότι το είδαν ενάμιση δισεκατομμύριο άνθρωποι σε όλο τον κόσμο. Το ’68 ήθελαν να χρησιμοποιούν μια βίαιη, κακιά γλώσσα, που έπρεπε να είναι μια γροθιά στο πρόσωπο του αποκοιμισμένου θεατή. Έλεγαν: το ξέρω ότι είναι μια γροθιά, το ξέρω ότι πονάει, αλλά στο μεταξύ σας τραντάζει. Και όμως ήρθε αυτή η παγκόσμια επιτυχία. Όταν ξέρεις ότι ενάμιση δισεκατομμύριο άνθρωποι είδαν την ταινία σου, δεν είναι ότι αλλάζεις τον τρόπο που κινηματογραφείς, αντίθετα, η ακρίβειά σου αυξάνεται, αλλά προσπαθείς να έχεις μια μεγαλύτερη διαφάνεια, έτσι ώστε η ακρίβειά σου να φθάσει εκεί που πρέπει με πιο άμεσο τρόπο. Απ’ αυτό γεννήθηκε αυτό που ονομάζουν κινηματογράφος της φανταστικής αφήγησης των Ταβιάνι. Η δική σου καλλιτεχνική υπόσταση ζει σε σχέση με τους άλλους. Και ευτυχώς αλλάζουμε, αλλιώς η ζωή θα ήταν βαρετή, πάντα ίδια. Υπάρχει πάντα μια συνεχής ανακάλυψη, λάθη και εφευρέσεις.
Ας κλείσουμε με μια «πολιτική» ερώτηση. Τι γνώμη έχετε για την κατάσταση που ζούμε στην Ιταλία; Φαίνεται σαν να είμαστε ακόμη στην αρχή των «Ανατρεπτικών»: «Τι θα κάνετε τώρα, κακόμοιρα τυφλά γατάκια;». Πλοήγηση χωρίς ραντάρ.
Δεν έχουμε λύσεις. Μπορούμε όμως να πούμε ένα πράγμα. Κατά βάθος μιλάμε για 70 χρόνια στη ζωή ενός λαού. Δεν είναι πολλά. Μάλλον πολύ λίγα. Παλαιότερα υπήρχε ο φασισμός κι εκεί υπήρξε μια μεγάλη μετάβαση. Στη συνέχεια, τα τελευταία 70 χρόνια ζήσαμε μια περιπέτεια όπου τα πράγματα έμοιαζαν πολύ μεταξύ τους. Κάποτε λέγαμε, κανείς δεν ξέρει καλά σε ποιον: «Σε παρακαλώ, μην αφήσεις να πεθάνω χριστιανοδημοκράτης». Και μετά: «Μην αφήσεις να πεθάνω οπαδός του Κράξι», «Μην αφήσεις να πεθάνω οπαδός του Μπερλουσκόνι». Είναι κάτι που επαναλαμβάνεται, κυκλικό. Ζήσαμε μέσα σ’ αυτό το συνεχές δράμα μιας κατάστασης που δεν κατορθώνει να επιβληθεί, όπως αντίθετα φαινόταν να συμβαίνει τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, από τη στιγμή της ανοικοδόμησης και του Συντάγματος. Για το λαό μας η ζωή είναι δύσκολη και σκληρή. Όμως, με τρόπο ίσως αφελή και αθώο, εμείς πιστεύουμε ότι ποτέ δεν τελειώνουν όλα. Η διαμάχη μας με τον Παζολίνι, όταν συναντηθήκαμε, ήταν ακριβώς αυτή. Εκείνος έλεγε: «Ήρθε το τέλος του κόσμου». Εμείς αντίθετα λέγαμε: «Είναι το τέλος ενός κόσμου», έστω και τραγικό. Να η απάντηση. Μπορεί να μας κοροϊδέψουν γι’ αυτή την ατάκα, αλλά μας αρέσει ακόμη: libertι, ιgalitι… fraternitι μόνο στον κινηματογράφο.
Eφημεριδα Εποχη
Ο Πάολοκαι ο Βιτόριο Ταβιάνι σε μια συζήτηση με τον Φαμπρίτσιο Τάσι, από το MicroMega6/2012
Ας ξεκινήσουμε από εκείνη την αίθουσα στην Πίζα όπου είδατε για πρώτη φορά την ταινία «Paisΰ».
Ήταν μια ωραία αίθουσα, την έλεγαν CinemaItalia. Σήμερα δεν υπάρχει πια. Ήμασταν πολύ νέοι, πηγαίναμε στο λύκειο.
Η αγάπη σας για τον κινηματογράφο γεννήθηκε στα σχολικά θρανία.
Μια φορά ο λυκειάρχης κάλεσε τον πατέρα μας και του είπε: «πρέπει να μας αποζημιώσετε ένα θρανίο, ο γιος σας το κατέστρεψε με ένα σουγιά». Είχα χαράξει τα ονόματα του Ντρέγιερ, του Ροσελίνι, του Αϊζενστάιν…
Εκείνη την ημέρα, στο CinemaItalia, μπήκατε στη μέση της προβολής.Κάποτε ήταν απόλυτα φυσιολογικό, παρόλο που σήμερα μου φαίνεται παράλογο, όπως το να καπνίζεις στον κινηματογράφο. Αυτό που επέδρασε καθοριστικά ήταν το επεισόδιο της Φλωρεντίας. Ο «Paisΰ» είναι και σήμερα ένα καλλιτεχνικό έργο του επιπέδου του Μαζάτσιο. Αναφερόμαστε στον Μαζάτσιο γιατί είναι πιο κοντά στην κλασική απλότητα του Ροσελίνι. Μας συγκίνησε πάρα πολύ. Βγαίναμε από τον πόλεμο (μια εμπειρία που προσπαθήσαμε να αφηγηθούμε στη «νύχτα του Σαν Λορέντσο»). Είχαν περάσει μόνο δύο χρόνια. Είδαμε εκείνες τις εικόνες στην οθόνη και καταλάβαμε πραγματικά τι είχαμε ζήσει. Είπαμε στον εαυτό μας: αν ο κινηματογράφος έχει αυτή τη δύναμη, την ικανότητα να μας κάνει να καταλάβουμε την πραγματικότητά μας και επομένως κι εμάς τους ίδιους, τότε εμείς θα κάνουμε κινηματογράφο. Από εκείνη τη στιγμή η ζωή μας προβλήθηκε προς αυτή την κατεύθυνση.
Μαζί σας ήταν και ο Βαλεντίνο Ορσίνι, που ήταν συνεργάτης σας στις πρώτες δύο ταινίες.Ήταν και τέσσερις μαλάκες, πίσω μας, που έλεγαν: «Τι είναι αυτό το πράμα;… Τι, αυτό είναι κινηματογράφος;». Οπότε γυρίσαμε πίσω, ή μάλλον, γύρισε κυρίως ο Ορσίνι που ήταν μεγαλύτερος από μας, ένας άντρακλας σωματώδης και δυνατός (εγώ ζύγιζα 50 κιλά), και είπε: «Αυτά είναι τα λεφτά, σας πληρώνω το εισιτήριο, βγείτε έξω γιατί εμείς θέλουμε να δούμε την ταινία με την ησυχία μας». Έτσι άρχισε η ερωτική μας ιστορία με τον κινηματογράφο.
Τι είδους παιδιά ήσασταν;Αστική οικογένεια, στο Σαν Μινιάτο, υπέροχη κωμόπολη, αλλά φεουδαρχική. Υπήρχαν οι ευγενείς, οι μαρκήσιοι, η άρχουσα τάξη, και μετά υπήρχε η αστική τάξη στην οποία ανήκαμε κι εμείς. Ο λαϊκός κόσμος δεν είχε καμία εξουσία. Θεωρούνταν σχεδόν παρίες. Κάποιοι φτωχοί, στο Σαν Μινιάτο, ζούσαν στους στάβλους. Κατά τη διάρκεια της εβδομάδας υπήρχε η μέρα που δεχόταν η μαρκησία, μετά η μέρα του κόμη, κι ο κόσμος στεκόταν στο παράθυρο για να τους δει να περνάνε. Πάνω απ’ όλα αυτά υπήρχε ο φασισμός.
Ο πατέρας μας ήταν ένας από τους ελάχιστους – τους μετρούσες στα δάχτυλα τους ενός χεριού – που δεν πήρε ποτέ φασιστική ταυτότητα. Μα τα συμβάντα της ζωής είναι πάντα παράξενα. Οι φασίστες στο Σαν Μινιάτο ήταν πολύ φασίστες: τους θυμόμαστε στην επιστροφή τους από τον πόλεμο της Ισπανίας, με τις δάδες, τη νύχτα, να φωνάζουν κάτω από τα παράθυρα. Όμως ο γραμματέας του κόμματος του Σαν Μινιάτο, που είχε μια τρομερή τιμιότητα εκτός από το να είναι τρομερός σαν φασίστας, είχε πάει σχολείο μαζί με τον πατέρα μας, ήταν φίλοι, και του έσωσε πολλές φορές το τομάρι. Τύχαινε πάντως ο μπαμπάς να πρέπει να το σκάσει από το σπίτι για λίγες μέρες. Η μητέρα μας δεν μας εξηγούσε γιατί πήγαινε να κρυφτεί. Έπειτα, μετά από μια-δυο μέρες, όταν ο κίνδυνος είχε περάσει, μας έλεγε: «πηγαίνετε να φέρετε τον πατέρα σας». Εκείνο τον καιρό δεν υπήρχαν κινητά. Ο μπαμπάς κρυβόταν στο καμπαναριό του ντον Μικελέτι, που, εκτός των άλλων, ήταν και ο καθηγητής μου στα λατινικά. Όταν ήμασταν μικροί ο πατέρας μας δε μας εξήγησε ποτέ γιατί εκείνος δε φορούσε ποτέ εκείνες τις θαυμάσιες καπελαδούρες που φορούσαν οι πατεράδες των συμμαθητών μας. Μετά, μια μέρα, ανεβαίνοντας στο Σαν Μινιάτο, μας εξήγησε τα πάντα. Καταλάβαμε γιατί έπρεπε να μισούμε το φασισμό.
Ο μπαμπάς ήταν οπαδός του Ματσίνι, δημοκρατικός, άνθρωπος με μεγάλες αξίες και αρχές. Η μητέρα μας αντίθετα ήταν με τον Μαντζόνι. Εκείνη ήταν το λογοτεχνικό κομμάτι, ενώ ο μπαμπάς ήταν το μουσικό. Όταν η μητέρα μας πέθανε δεν ήθελε σταυρό στο στήθος της, αλλά τους «Αρραβωνιασμένους». Πολλοί απ’ αυτούς που έρχονταν να τη βρουν, έλεγαν: «Ήθελε τη Βίβλο!». Ναι, τη δική της.
Πριν από τον κινηματογράφο, είχατε παθιαστεί με το μελόδραμα.Αν πηγαίναμε καλά στο σχολείο είχαμε ένα βραβείο: να πάμε στη Φλωρεντία, στον Μουσικό Μάη, να δούμε όπερα. Εκεί ανακαλύψαμε για πρώτη φορά τι είναι η μυθοπλασία, η μυθοπλασία που αποκαλύπτει την πραγματικότητα, η κόκκινη αυλαία που ανοίγει, εκείνες οι οπτασίες πάνω στη σκηνή, η μαγεία. Είχαμε την τύχη ν’ αρχίσουμε με τον Τροβατόρε, που αρχίζει με ένα παραμύθι: στο σκοτάδι της σκηνής, οι στρατιώτες του κάστρου λένε ότι τα μεσάνυχτα ίσως να έρθει το πνεύμα της μάγισσας, κι εσύ είσαι εκεί και περιμένεις ν’ ακούσεις τα χτυπήματα και να δεις την οπτασία… Ανακαλύψαμε τη χαρά της επινόησης μέσα απ’ αυτές τις ιστορίες έρωτα, μίσους, εξουσίας, κακίας, μονομαχιών. Ξετυλιγόταν μπροστά μας αυτό που εκείνο τον καιρό μπορούσαμε μόνο να μαντέψουμε, το ανθρώπινο πεπρωμένο, οι αξίες του, τα μεγάλα αισθήματα. Ο μπαμπάς μετά μας έφερνε το δίσκο της όπερας που είχαμε δει και τραγουδούσαμε. Κάναμε καραόκε [Ο Βιτόριο τενόρος, ο Πάολο βαρύτονος και η Μαρία Γκράτσια σοπράνο].
Η όπερα υπήρξε εξαιρετικά σημαντική για μας. Όταν όμως ανακαλύψαμε τον κινηματογράφο, μηδενίσαμε τα πάντα (και το μελόδραμα θα επέστρεφε, αργότερα, στις ταινίες μας). Ο κινηματογράφος υπήρξε και τραυματική αποκάλυψη. Μια ολόκληρη γενιά ανακάλυψε μια νέα πραγματικότητα, που ήταν πολύ διαφορετική από την πραγματικότητα του Χίλια Οκτακόσια. Από κείνη τη στιγμή για μας υπήρχε ο κινηματογράφος και μόνο ο κινηματογράφος.
Στο Πανεπιστήμιο της Πίζας, στη βιβλιοθήκη, ανακαλύψαμε τη μοναδική Ιστορία του Κινηματογράφου που υπήρχε τότε, την Ιστορία του Παζινέτι. Τη μελετήσαμε λέξη προς λέξη.
Αντιγράψαμε εκείνο το βιβλίο κομμάτι-κομμάτι. Μια δουλειά μοναχών αντιγραφέων.
Ήταν το ευαγγέλιό μας.
Σκεφτόσαστε το γεγονός ότι σήμερα οι κινηματογραφόφιλοι της τελευταίας γενιάς έχουν εκατοντάδες βιβλία στη διάθεσή τους και χιλιάδες ταινίες στον υπολογιστή που μπορούν να δουν με ένα κλικ;Σήμερα το πρόβλημα είναι ότι υπάρχει υπερβολική επιλογή. Το θέμα είναι να βρεις πρώτα τα πάντα για τον εαυτό σου και μετά να επιλέξεις δασκάλους ως σημείο αναφοράς.
Μια άλλη θεμελιώδης ταινία για τη διαμόρφωσή σας είναι οι Κλέφτες ποδηλάτων. Το ακολουθούσατε σε όλη την Τοσκάνη.Κάποιες φορές μας λένε: τι υπέροχα πράγματα ζήσατε! Τη χρυσή εποχή! Ποια χρυσή εποχή, ούτε καν χάλκινη! Εμείς μέναμε στην επαρχία της Πίζας. Ξέραμε ότι προβαλλόταν η ταινία του Ντε Σίκα σε ένα μακρινό χωριουδάκι και ξεκινούσαμε με το ποδήλατό μας. Έπειτα προβαλλόταν στο Λιβόρνο κι εμείς πηγαίναμε με το τρένο. Θέλαμε να καταλάβουμε. Κρατούσαμε σημειώσεις για τα πλάνα, τις κινήσεις της μηχανής, τα πρώτα πλάνα. Γράφαμε τα πάντα. Έπειτα πηγαίναμε πάλι να το βρούμε και ανακαλύπταμε ότι το 40 τοις εκατό της κινηματογραφικής δομής το είχαμε συλλάβει, αλλά το 60 τοις εκατό όχι. Το έχουμε πει πολλές φορές. Υπάρχει εκείνη η σκηνή όπου ο Μπρούνο, ο γιος, βλέπει έναν κλέφτη που κλέβει ένα ποδήλατο, και οι περαστικοί τον πιάνουν και τον χτυπάνε, και καταλαβαίνει ότι αυτός ο κλέφτης είναι ο πατέρας του. Βλέποντάς την, εμείς γράψαμε: μακριά κίνηση της μηχανής γύρω από το πρώτο πλάνο του παιδιού. Σπαραχτικό. Έπειτα πήγαμε να την ξαναδούμε κι αντιληφθήκαμε ότι αντίθετα η κίνηση της μηχανής είναι πάρα πολύ σύντομη. Κι εκεί καταλάβαμε ότι αν εισάγεις ένα σωστό τυπικό στοιχείο τη σωστή στιγμή, γίνεται κάτι εκρηκτικό.
Εκτός από τον κινηματογράφο, μελετήσατε και το θέατρο.Πάντοτε στο όνομα του κινηματογράφου μελετούσαμε θεατρικά κείμενα για να μάθουμε να γράφουμε τους διαλόγους. Εμείς δεν παρακολουθήσαμε σχολές ή πειραματικά κέντρα. Πώς γράφεται ένας διάλογος; Πήραμε τον Ερρίκο Δ΄ του Πιραντέλο και τον Άμλετ, τους διαβάσαμε και τους ξαναδιαβάσαμε, και μετά τους ξαναγράψαμε. Όταν μετά τους συγκρίναμε, ανακαλύψαμε ομοιοκαταληξίες που δεν είχαμε αντιληφθεί, ή ατάκες που επαναλαμβάνονταν, με άλλο τρόπο, την ίδια έννοια που υπήρχε πέντε σελίδες πριν. Επιβάλαμε στον εαυτό μας τρομερές αυτο-ταπεινώσεις. Είναι δυνατό να ήταν τόσο διαφορετικό το κείμενο απ’ αυτό που είχαμε αντιγράψει; Χάρη σ’ αυτά τα λάθη, κάτι μάθαμε.
Ας ξαναγυρίσουμε στον νεαρό κινηματογραφόφιλο που έχει εκατοντάδες ταινίες στη διάθεσή του. Ας υποθέσουμε ότι μια μέρα αποφασίζει να γίνει σκηνοθέτης. Αν αυτός ο νέος θέλει να κάνει κινηματογράφο πρέπει να αντιγράψει, να αντιγράψει, να αντιγράψει. Αυτή είναι η εμπειρία μας. Πρέπει να πάρει τις 6 ή 7 ταινίες που αγαπάει περισσότερο και να εξακολουθήσει να τις βλέπει. Με τα dvdείναι εύκολο. Μπορεί να δει τις ταινίες όσες φορές θέλει και μετά να προσπαθήσει να τις ξαναγράψει, όπως κάναμε εμείς με τους Κλέφτες ποδηλάτων, προσπαθώντας να καταλάβει ποιες είναι οι κινήσεις της μηχανής, πότε χρησιμοποιείται η σταθερή μηχανή, τις σχέσεις μεταξύ σταθερής μηχανής και τράβελινγκ… Αφού θα αντιγράψει ξανά και ξανά, μπορεί να αρχίσει να πειραματίζεται γράφοντας. Αυτό το επάγγελμα, που μοιάζει ένα επάγγελμα για αργόσχολους, στην πραγματικότητα είναι μια συνεχής δουλειά. Εξαιρετικά κοπιαστική. Πρέπει να δουλεύεις πάντα, όχι μόνο γυρίζοντας. Είναι σημαντικό να προσπαθήσεις να γράψεις μια ιστορία (κινηματογραφική), προσπαθώντας να αποδείξεις στον εαυτό σου ότι είμαστε αυτό που πιστεύουμε ότι είμαστε. Είναι ανώφελο να λες: «Δε βρίσκω λεφτά να κάνω μια ταινία». Καλά, συνέχισε να ψάχνεις, στο μεταξύ όμως πρέπει να γράφεις, να παράγεις, πρέπει να είσαι επιμελής.
Όμως ο κινηματογράφος από μόνος του δεν αρκεί. Προσπάθησα να μαζέψω τα ονόματα που συνήθως συνδυάζονται με εσάς σαν προστάτιδες θεότητες: Ροσελίνι, Βισκόντι, Μπρεχτ, Τόμας Μαν, Τσάπλιν, Γκέτε, Βέρντι, Γκράμσι, Πιζακάνε, Πόλοκ, Τολστόι… Αναγνωρίζετε ότι είναι δικός σας αυτός ο κατάλογος;Είναι τέλειος! Ή μάλλον, σχεδόν τέλειος. Σχετικά με τον Τολστόι: εμείς τώρα θα πάμε στη Μόσχα για την προώθηση της ταινίας «Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει», που βγαίνει στη Ρωσία. Έχουμε όμως ζητήσει κάτι πολύ συγκεκριμένο. Είπαμε: ερχόμαστε ευχαρίστως, αλλά πρέπει να μας συνοδέψετε στη Γιασνάγια Πολιάνα [το αγρόκτημα στο οποίο έζησε ο ρώσος συγγραφέας, που βρίσκεται 12 χιλιόμετρα από την Τούλα]. Το σπίτι του Τολστόι στη Μόσχα το ξέρουμε ήδη, τώρα θέλουμε να δούμε τη Γιασνάγια.
Ας μιλήσουμε για τα ενδιαφέροντά σας εκτός κινηματογράφου, που υπήρξαν τόσο σημαντικά για τη διαμόρφωσή σας.Όταν ήμασταν παιδιά ήμασταν πολύ δεμένοι με τη μουσική, παίζαμε ο ένας πιάνο και ο άλλος βιολί. Όμως διαβάζαμε και πολύ. Αρχίζοντας από τα βιβλία Scalad’Oro(ΣτΜ παλιές εκδόσεις παιδικών βιβλίων). Σ’ εκείνους τους τόμους υπήρχε κάτι που δεν ήταν ωραίο, αλλά για μας είναι ωραίο παρόλα αυτά: τα μεγάλα έργα αποδίδονταν περιληπτικά από άριστους συγγραφείς. Κάποια μυθιστορήματα τα ανακαλύψαμε με τη Scalad’oro. Το Πόλεμος και Ειρήνη (θεμελιώδες για μας, όπως και ο Σαίξπηρ) το ξαναδιαβάσαμε μετά από πολλά χρόνια, ανακαλύπτοντας ότι το κατείχαμε και δεν το κατείχαμε.
Μια φορά, σε μια πανεπιστημιακή αίθουσα στην οποία μας ζήτησαν να μιλήσουμε για θέατρο και λογοτεχνία, τολμήσαμε να πούμε ότι αγαπάμε τον Τολστόι επειδή δε χρειάζεται λεξιλόγιο. Έτσι όπως το είπαμε φαίνεται ανοησία. Εμείς, στην πραγματικότητα, αγαπάμε πάρα πολύ τη γραφή του Τολστόι. Θέλαμε να πούμε ότι στα μυθιστορήματά του η μετάβαση από τη γραπτή σελίδα στο βίωμα είναι τόσο ασυναίσθητη ώστε να μοιάζει σχεδόν ότι δε χρησιμοποίησε κανένα μέσο. Μοιάζει σαν κάτι συνεχές. Ο Τολστόι έχει αυτή τη δύναμη.
Μας γοήτευσε κάτι που έλεγε: το να γράφεις είναι σαν να περπατάς. Δε σκέφτεσαι ποτέ πως όταν βάζεις μπροστά το δεξί σου πόδι πρέπει μετά να βάλεις μπροστά το αριστερό. Περπατάς και τέρμα. Αν το σκεφτείς, σκοντάφτεις.
Είναι εύκολο να αντιληφθείς πότε, σε μια ταινία, ένας σκηνοθέτης σκοντάφτει. Φαίνεται ότι σκέφτηκε υπερβολικά. Ότι η μετάβαση είναι βιασμένη..
Ναι, κάποιες φορές ακούς το ξεφύλλισμα του σεναρίου. Ή υπάρχει συχνά αυτό που κάνουν οι νέοι στα πρώτα τους έργα: κρατάνε ένα μακρύ πλάνο, υπερβολικά μακρύ, νομίζοντας ότι έτσι γίνεται πιο σημαντικό. Δεν είναι καθόλου αλήθεια. Όταν βγήκε το steady[μηχανή που κινείται μαζί με τον οπερατέρ κρατώντας όμως ακίνητη την εικόνα], ήταν μια σπουδαία κατάκτηση, μιας που επιτρέπει να κάνεις travellingback. Εμείς χρησιμοποιήσαμε πολύ τη σταθερή μηχανή στον κινηματογράφο μας. Τα travellingπου κάναμε ήταν πάντοτε lateral, γιατί δεν μπορείς να στέκεσαι μπροστά, αλλιώς θα φανούν οι ράγες. Οι αμερικάνοι στέκονταν απέναντι, γιατί, έχοντας πολλά μέσα, εκείνους τους θαυμάσιους γερανούς, δημιουργούσαν travellingbackπου εμείς πάντα ζηλεύαμε. Το steadyυπήρξε μια κατάκτηση της κινηματογραφικής γλώσσας. Όταν όμως ήρθε, υπήρχαν κάποιοι νέοι, πρωτάρηδες και μη, που έκαναν ένα μόνο πλάνο: ένας έβγαινε από το σπίτι, συναντούσε την κοπέλα, έμπαινε στο μετρό και ανεβοκατέβαιναν από το μετρό… και «διάβολε, τι καλός που είναι!», έλεγαν. Όχι! Αυτή είναι η άρνηση του να είσαι δημιουργικός στον κινηματογράφο.
Ένα trvellingbackεσείς το κάνατε σε μια από τις πρώτες σας ταινίες μικρού μήκους, «CurtatoneeMontanara». Ξεκινούσε από το προαύλιο του πανεπιστημίου της Πίζας. Ναι, ακριβώς. Είναι ένα από τα ντοκιμαντέρ που δεν καταφέρνουμε πια να ξαναβρούμε. Σκέψου πόσο είμαστε γέροι: τότε το travellingδεν ήταν από σίδερο, αλλά από συμπαγές ξύλο. Έπρεπε να ξεκινήσεις και μετά να στρέψεις τη μηχανή λήψης ψηλά, έτσι ώστε να μη φαίνονται οι ράγες.
Σας είπαν ότι εκείνο το ντοκιμαντέρ ήταν πολύ «αφηρημένο».Ναι. Διαγωνιζόταν στα βραβεία ποιότητας και το απέρριψαν. Λόγω του αφηρημένου. Και επειδή μας κατηγόρησαν για «πλαστογράφηση της ιστορίας».
Θα συμβεί κι άλλες φορές.Σε εμάς κόλλησαν δύο ετικέτες: ιστορικός κινηματογράφος και πολιτικός κινηματογράφος. Είναι λάθος και οι δύο.
Ας μιλήσουμε για την πρώτη παρανόηση. Τον «ιστορικό» κινηματογράφο των Ταβιάνι.Είναι ξεκάθαρο ότι μας αρέσει η ιστορία και μας αρέσει να βρίσκουμε στην ιστορία προβλέψεις και απαντήσεις. Μας προκαλούσε πάντα δέος η βλέψη του Πιζακάνε στην ουτοπία, η προσπάθεια να αλλάξει την πραγματικότητα του Νότου, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι είχε τις δυνάμεις να το κάνει. Είναι λίγο σαν τον δικό μας κινηματογράφο. Εμείς δημιουργούσαμε ταινίες για το κοινό. Λέγαμε: ο κινηματογράφος μας είναι κατά κάποιον τρόπο σαν την εκστρατεία του Πιζακάνε, μόνο που δε μας σκότωσαν ακόμη. Νομίζαμε ότι κάναμε κινηματογράφο για το κοινό, κι αντίθετα το κοινό μας έσφαζε, γιατί δεν πήγαινε να δει τις ταινίες μας. Νιώθαμε ότι εκείνος ο τρομερός κόπος των εκστρατειών του Πιζακάνε ήταν ίδιος με τον δικό μας.
Στο «Allonsanfan» θελήσαμε να βάλουμε τα κόκκινα πουκάμισα, τον καιρό που ο Γκαριμπάλντι ήταν ακόμη παιδάκι. Τα επινοήσαμε, επειδή είχαμε ανάγκη από εκείνο το κόκκινο σημάδι. Όταν παρουσιάσαμε την ταινία, ένας καθηγητής σηκώθηκε και είπε: «Δεν θα το δείξω ποτέ στους μαθητές μου, γιατί προδώσατε την ιστορία». Είχε δίκιο από την πλευρά του, επειδή εκείνος θα ήθελε μια ιστορική απεικόνιση. Όμως μια ταινία είναι κάτι άλλο. Του φέραμε το κλασικό παράδειγμα της Ζαν Ντ’ Αρκ, με τους πολλούς τρόπους που παρουσιάστηκε στον κινηματογράφο και στην ιστορία. Για τον Σαίξπηρ είναι μια φρικτή μάγισσα. Στον κινηματογράφο υπάρχει η Ζαν του Ντρέγιερ, ένα αφελές, αθώο, αλλά και φοβισμένο κορίτσι, έπειτα υπάρχει η Ζαν του Ροσελίνι, που είναι πολύ διαφορετική, κι έπειτα η Ζαν του Μπρεσόν. Ποια είναι η πραγματική; Στην τέχνη είναι όλες αληθινές, γιατί αυτός που τις αφηγήθηκε κατόρθωσε να τις κάνει αληθινές. Η αλήθεια του έργου τέχνης είναι κάτι άλλο. Εμείς δεν αναζητούμε την αλήθεια της ιστορίας, αλλά την αλήθεια της ταινίας.
Δεύτερη παρανόηση: ο «πολιτικός κινηματογράφος».Είναι κάτι που μας κυνηγούσε πάντα.
Ίσως επειδή είπατε ότι ήταν ο κινηματογράφος αυτός που σας έκανε να ανακαλύψετε τον «κόκκινο» κόσμο.Είναι αλήθεια. Μας έκανε να ανακαλύψουμε μια ανθρωπότητα που δε γνωρίζαμε. Ο νεορεαλισμός δεν είναι πολιτικός κινηματογράφος, όμως μας επέτρεψε να ανακαλύψουμε έναν κόσμο που δε γνωρίζαμε ως αστοί, τον κόσμο των καταπιεσμένων, τον εργατικό κόσμο και πάνω απ’ όλα τον αγροτικό κόσμο.
Εμείς γεννηθήκαμε σε μια πού ιδιαίτερη περίοδο: φασισμό, ναζισμό, αντάρτες, αντίσταση, ανοικοδόμηση. Ζήσαμε μέσα στη μεγάλη κίνηση της ιστορίας, της πολιτικής, της κοινωνίας.
Ας κάνουμε μια αναφορά λυκείου. Ο άνθρωπος είναι ζώο πολιτικό, επειδή ζει ανάμεσα στους άλλους και, αν έχει μια ελάχιστη σχέση με τους άλλους, αποκτά ακόμη και χωρίς να το θέλει μια συμπεριφορά, έναν τρόπο πολιτικό. Εμείς αυτό λέμε. Αφηγηθήκαμε τα πράγματα, τους ανθρώπους που βρίσκονταν γύρω μας, εμάς τους ίδιους σε σχέση με τον καιρό μας. Ο καθένας έχει τα αισθήματά του, τις υπαρξιακές του αξίες, ακόμη και τις ατομιστικές, ο καθένας κάνει τις επιλογές του και έχει τα όνειρά του, υπάρχει όμως πάντα μια στιγμή κατά την οποία ο άνθρωπος έρχεται σε αντιπαράθεση με την κοινωνία και με τους άλλους. Ποτέ δε σκεφτήκαμε: τώρα θέλω να κάνω μια πολιτική ταινία για να αποδείξω αυτό ή το άλλο. Το ’44 μέσα σε ένα καλοκαίρι αναποδογυρίστηκε ο κόσμος. Από τους ναζί στους αντάρτες και στην ελευθερία. Η πραγματικότητα δεν είναι ποτέ οριστικά κλειστή. Υπάρχει πάντα η πιθανότητα να αναποδογυριστεί στο αντίθετό της. Είναι μια εμπειρία που ζήσαμε πάνω στο πετσί μας, γιατί κι εμείς διαφύγαμε στους λόφους, μας πυροβόλησαν από πίσω, σκότωσαν τους φίλους μας, είδαμε τον πόνο, το αίμα, τους νεκρούς. Όλα αυτά άλλαξαν μέσα σε λίγους μήνες. Στις πιο δύσκολες στιγμές, όταν φαίνεται ότι η ζωή δεν έχει πια νόημα, και δεν ξέρεις πια τι σε περιμένει, όταν χάνεται το νόημα των πραγμάτων που κάνουμε, ξανασκεφτόμαστε εκείνο το καλοκαίρι. Όχι όμως πολιτικά. Ξανασκεφτόμαστε το γεγονός ότι η ανθρωπότητα έχει μέσα της τη δύναμη να αλλάξει. Έτσι αυτή η μνήμη, αυτή η ανάμνηση, γίνεται παρόν, κι αυτό μας βοηθάει πολύ.
Αυτό ισχύει και για τα χρόνια που μας έφεραν στο ’68;Εκείνα τα χρόνια το να κάνεις πολιτική σήμαινε να αποφασίσεις ποιον θα αγαπάς. Όλα περνούσαν μέσα από το πολιτικό φίλτρο, επειδή νομίζαμε ότι πραγματοποιούνταν ένας μετασχηματισμός της κοινωνίας. Πολιτική σήμαινε φιλοσοφία, αισθήματα, σχέσεις. Αυτά τα πράγματα, και οι άνθρωποι μαζί με τους οποίους τα ζούσαμε, εμείς τα αφηγηθήκαμε, όχι επειδή θέλαμε να κάνουμε μια ταινία για το ’68, αλλά γιατί θέλαμε να αφηγηθούμε μια εμπειρία που ζήσαμε στο πετσί μας. Στους Ανατρεπτικούς υπάρχει ο θάνατος του Τολιάτι, αλλά υπάρχουν και οι σχέσεις με τους γονείς μας, με τη γη μας, με «εσωτερικά» πρόσωπα, με ομοφυλόφιλους, μέχρι που ένας από τους πρωταγωνιστές ονομάζεται Λεονάρντο Ντα Βίντσι. Όταν μας λένε ότι κάνουμε «πολιτικό κινηματογράφο» θυμώνουμε πολύ. Θέλεις να δημιουργήσεις μια πολιτική ταινία;. Κάνε ένα ντοκιμαντέρ! Κάνε πληροφόρηση! Μια από εκείνες τις ταινίες που γίνονται και τρώγονται αμέσως. Αλλά δεν είναι αυτό που κάνουμε εμείς.
Συγχωρέστε μας για την υψηλή αναφορά: κάνει κανείς μέγιστα παραδείγματα επειδή έτσι προσκολλάται στους μεγάλους. Όταν μιλάμε για τον Ντοστογιέφσκι και τον Τολστόι, μιλάμε για τη θρησκευτικότητά τους. Τα μυθιστορήματά τους, κυρίως αυτά του Ντοστογιέφσκι, έχουν μια ιδεολογία που είναι θρησκευτική. Κανείς όμως δε σκέφτεται ότι είναι βιβλία θρησκευτικής προπαγάνδας. Είναι βιβλία για τα μεγάλα ζητήματα του ανθρώπου, για τη ζωή, για την κοινωνία. Τα βιβλία τους δεν προσφέρουν ένα δογματικό μήνυμα, αλλά έναν τρόπο για να πλησιάσουμε το μυστήριο του κόσμου.
Ο Τολστόι «σας» δεν έχει καμία θρησκευτική αναφορά. Όταν διασκευάσατε «Το Θείο και το ανθρώπινο» (στο «Ο Σαν Μικέλε είχε έναν κόκορα») έλεγαν ότι οι άθεοι Ταβιάνι στη θέση του «Θείου» είχαν βάλει το «πολιτικό».Είναι αλήθεια. Και στην «Ανάσταση» το τέλος του Τολστόι είναι πολύ θρησκευτικό. Και είναι άσχημο. Εμείς γράψαμε ένα άλλο. Κατά τη γνώμη μας πιο ωραίο.
Αναρωτηθήκατε ποτέ, σ’ εκείνο το πολιτικό κλίμα, μ’ εκείνη την ένταση που και εσείς συμμεριστήκατε πάντα προς μια διαφορετική κοινωνία, αν η ταινία που δημιουργούσατε χρησίμευε γι’ αυτό το σκοπό;Όχι. Εμείς πιστεύαμε ότι όλη η ζωή μας έτεινε προς την αλλαγή. Το ουτοπικό στοιχείο υπήρχε πάντα. Δεν σκεφτόμασταν: αυτή η ταινία θα χρησιμέψει συγκεκριμένα για κάτι. Όταν γυρίσαμε τους «Ανατρεπτικούς» είχαμε φύγει από το ΙΚΚ λόγω των γεγονότων της Ουγγαρίας, ήμασταν όμως πάντα δεμένοι με το κόμμα. Κι όμως η ταινία δέχτηκε επίθεση από την αριστερά. Όταν γυρίσαμε την πρώτη μας ταινία, «Ένας άνθρωπος για κάψιμο», δεν είχαμε σίγουρα στο νου μας έναν σοβιετικό ήρωα. Ήδη είχαν ειπωθεί πολλά για τον Σαλβατόρε Καρνεβάλε, τον συνδικαλιστή που δολοφονήθηκε από τη Μαφία. Πριν από το γύρισμα συνέβη κάτι που μας συγκίνησε πολύ. Μπορούμε να απομακρυνθούμε από το θέμα;
Πρέπει!Κάναμε ένα ντοκιμαντέρ για την κυβέρνηση Μιλάτσο που αφορούσε τη Σικελία. Γυρίσαμε όλο το νησί. Κάποτε συναντήσαμε έναν εκπρόσωπο του εργατικού κέντρου, σοσιαλιστή, σε ένα χωριουδάκι στην κορφή ενός βουνού. Φάγαμε μαζί, και σε κάποια στιγμή είπε: ήρθε η ώρα της ομιλίας. Πήγε στην πλατεία, με τρεις ή τέσσερις συντρόφους, πήρε μια καρέκλα, την έβαλε στο κέντρο, ανέβηκε πάνω κι άρχισε να μιλάει. Μέσα στην ομίχλη. Και μιλούσε με μια δύναμη! Έλεγε: «Γιατί εγώ το ξέρω ότι εσείς πίσω απ’ αυτά τα παράθυρα με ακούτε». Ήταν αλήθεια. Και ήταν απίστευτο το θάρρος αυτού του ανθρώπου, σε ένα χωριό της Μαφίας.
Σ’ εκείνο το ταξίδι κάναμε πολλές παρόμοιες συναντήσεις. Και ανάμεσα στα άλλα πήγαμε να γνωρίσουμε τη μητέρα του Σαλβατόρε Καρνεβάλε. Την πρώτη γυναίκα που είχε σπάσει την ομερτά, που είχε καταγγείλει, λέγοντας ονόματα και επώνυμα. Νομίζαμε ότι θα συναντούσαμε μια μεγαλόσωμη και δυνατή γυναίκα, μια Παξινού. Αντίθετα πέσαμε πάνω σε μια γυναίκα κοντούλα, εύθραυστη, πολύ ευγενική. Μας πήγε στο νεκροταφείο, στον τάφο του Καρνεβάλε. Είχαμε μια μηχανή λήψης Ariflex, από τις παλιές, χωρίς ήχο, που ενώ δούλευε έκανε κλα κλα κλα κλα. Εκείνη είχε γονατίσει, αλλά το φιλμ τελείωσε αμέσως, καθώς και ο θόρυβος της μηχανής. Τότε γύρισε και μας είπε: «Γιατί δε δουλεύει;». Βάλαμε άλλο ένα φιλμ, ξανάρχισε το κλα κλα κλα κι αυτή η γυναίκα, μόλις άκουσε το θόρυβο, σαν να την είχε αγγίξει ένα μαγικό ραβδί, άρχισε να παίζει θέατρο σαν μια Μήδεια, σαν σε αρχαία ελληνική τραγωδία, ουρλιάζοντας «Γιε μου!», σφαδάζοντας, χτυπώντας τις γροθιές της πάνω στον τάφο, κάνοντας όλα αυτά που θα περίμενε κανείς εκείνη την εποχή από μια σικελή γυναίκα που κλαίει το νεκρό της γιο. Τέλειωσε το φιλμ και, τακ, εκείνη ξανάγινε φυσιολογική και μας κέρασε καφέ. Το γεγονός αυτό μπορεί να σε κάνει να χαμογελάσεις, όταν όμως το σκεφτήκαμε καταλάβαμε ότι είχαμε παρακολουθήσει κάτι επαναστατικό: αυτή η σικελή γυναίκα, η αναλφάβητη, είχε καταλάβει την αξία του κινηματογράφου στον κόσμο! Είχε καταλάβει ότι εκείνη η μηχανή χρησίμευε στο να κάνει γνωστή την ιστορία του γιου της, στο να πάρει εκδίκηση.
Αυτή τη δυνατή συγκίνηση, όταν επιστρέψαμε στη Ρώμη, με το αυτοκίνητο, αποφασίσαμε να τη μετατρέψουμε σε μια ταινία. Κι έτσι γεννήθηκε η ταινία «Ένας άνθρωπος για κάψιμο», που εμπνεόταν από τη ζωή του Καρνεβάλε, αλλά με μεγάλη ελευθερία.
Ανάμεσα στα άλλα εκείνος είχε πει μια ατάκα του τύπου: «Όποιος με σκοτώσει είναι σαν να σκοτώνει τον Χριστό». Ήταν και λίγο μυθομανής. Ένας που έπαιζε θέατρο.
Ένας άνθρωπος με τις αντιφάσεις του.Ναι, έτσι ακριβώς. Και για να τον ερμηνεύσει, επιλέξαμε τον Βολοντέ, που ήταν στην αρχή της καριέρας του. Γυρίζοντας αυτή την ταινία αντλήσαμε και από τις δικές μας εμπειρίες και από τον «Κοριολανό» του Σαίξπηρ. Όταν τελείωσε, την προβάλαμε στα κεντρικά γραφεία του ΙΚΚ. Εκείνη την εποχή συνηθιζόταν οι κομμουνιστές σκηνοθέτες να παρουσιάζουν τα έργα τους στο κόμμα.
Τελειώνει η ταινία: σιωπή. Δεν ήταν εκεί ο Τολιάτι, μα ο Αλικάτα, ο διευθυντής της Unitΰ. Ήταν παρών και ο Αντονέλο Τρομπαντόρι, ένας φίλος, που πήγε να χειροκροτήσει, αλλά κατάλαβε αμέσως ότι ήταν άκαιρο. Σε κάποια στιγμή σηκώνεται ο Αλικάτα, δείχνοντάς μας με το δάχτυλο, και λέει: «Ρίξατε λάσπη στη μνήμη ενός ανθρώπου της αγροτικής και εργατικής τάξης. Ντροπή σας!». Είπε αυτό που ήταν σωστό να πει από την οπτική μια ιδεολογικής αντίληψης που εμείς απορρίπτουμε.
Ο Καζιράγκι, ο κριτικός της Unitΰ, είχε δει την ταινία και του άρεσε πάρα πολύ. Όταν όμως η ταινία πήγε στη Βενετία, και είχε μεγάλη επιτυχία, η Unitΰ δεν δημοσίευσε την κριτική του. Στη Βενετία ήταν και ο Αμέντολα, στον οποίο άρεσε η ταινία. Τότε αποφασίσαμε να πάμε να του πούμε τι είχε συμβεί με την εφημερίδα. Τον συναντήσαμε στο Λίντο ενώ έβγαινε από τη θάλασσα. Και μας είπε: «Εγώ δε συμφωνώ μ’ αυτή τη συμπεριφορά, αλλά εσείς κάνετε ένα λάθος: θεωρείτε την Unitΰ ως μια ανεξάρτητη εφημερίδα. Δεν είναι. Είναι κομματική εφημερίδα. Αν η πολιτιστική επιτροπή αποφάσισε μια συγκεκριμένη γραμμή, η γραμμή είναι αυτή». Στην πραγματικότητα πήγε μετά στη Ρώμη, τσαντίστηκε και έγινε χαμός. Αυτό ήταν το κλίμα της εποχής που έδινε δύναμη σε εμάς, γιατί ήμασταν βέβαιοι ότι ο δρόμος μας ήταν αληθινός, σωστός, παρθένος, επαναστατικός.
Λέτε συχνά ότι η χρησιμότητα μιας ταινίας δεν υπάρχει έξω από την αποτελεσματικότητα της συγκεκριμένης της γλώσσας. Πάνω σ’ αυτό συμφωνούμε πλέον (σχεδόν) όλοι. Αν πρέπει να αφηγηθεί κανείς το Βιετνάμ, πρέπει να «βιετναμοποιήσει τη γλώσσα της ταινίας», όχι να κάνει μια πολιτική ομιλία για το ζήτημα αυτό. Όμως αυτό δεν είναι τόσο εύκολο αν, για παράδειγμα, πρέπει να αφηγηθεί τον Μπερλουσκόνι (το είδαμε αυτά τα χρόνια…).Δεν το κάναμε και άρα δεν ξέρουμε. Θα μπορούσαμε όμως να το βάλουμε στο επίπεδο του τραγικού γκροτέσκ. Κι αυτό μια γλώσσα είναι. Θα έπρεπε να χρησιμοποιήσουμε τα μέσα του κινηματογράφου για να κάνουμε να ξεπηδήσει το γκροτέσκ από την ταινία. Ένα καλό παράδειγμα είναι ο «Κροκόδειλος» του Νάνι Μορέτι.
Αισθάνεστε ακόμη ουτοπιστές και ανατρεπτικοί; Η ταινία «Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει» είναι με όλους τους τύπους μια ταινία «ανατρεπτική» για τον τρόπο που τη συλλάβατε και την παρήγατε.Δεν είναι τι θέλεις να είσαι, είσαι αυτό που είσαι. Αλλά έχουμε και αλλάξει, μαζί με τη ζωή. Η αίσθηση του μυστηρίου υπάρχει πάντα. Μυστήριο σημαίνει να πιστεύεις ότι η ανθρωπότητα μπορεί να έχει μια πορεία που έρχεται σε αντίθεση με μια άλλη πορεία, αλλά να ξέρεις ότι η δύναμη της φύσης είναι τόσο μεγαλύτερη από τη δύναμη του ανθρώπου, ώστε να μην είναι δυνατό να γνωρίσεις πραγματικά το τελικό πεπρωμένο της ανθρωπότητας.
Αυτό το ονομάζουν «θρησκευτικότητα των Ταβιάνι».Εμείς προσπαθήσαμε να βρούμε ένα θραύσμα από το νόημα της ζωής. Ίσως να το βρήκαμε. Όμως η φύση δε μας έδωσε μια ωραία απάντηση. Αυτή είναι η πραγματική αδικία. Που φτάνουμε στο σημείο να πεθάνουμε χωρίς κανείς να μας δώσει μια οριστική απάντηση για το τι είναι η ζωή. Μέσα στην πολυπλοκότητα της σχέσης ανθρώπου και φύσης υπάρχουν τα πάντα, συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής, συμπεριλαμβανομένης της ουτοπίας. Εσύ αναζητάς: τι θα βρεις είναι μυστήριο.
Όμως πιστεύετε ακόμη στην αναγκαιότητα του αγώνα. Της προσπάθειας.Οπωσδήποτε. Δεν παραδινόμαστε, ποτέ. Λένε ότι γερνώντας γινόμαστε πιο γενναιόδωροι, πιο ανεκτικοί. Δεν είναι αλήθεια. Έχουμε το ίδιο επαναστατικό ένστικτο που είχαμε πάντα.
Έπειτα υπάρχουν οι περιστάσεις.Υπάρχει το στοιχείο της τύχης. Ο Μακιαβέλι έλεγε: το ταλέντο μετράει κατά 40-50 τοις εκατό και τα υπόλοιπα είναι τύχη. Είναι αλήθεια! Η ταινία «Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει» γεννήθηκε στην τύχη. Η αγάπη μας για τον κινηματογράφο, η επιθυμία να κάνουμε κινηματογράφο, δεν άλλαξε. Είναι ένα επάγγελμα που μας αρέσει. Δεν έχουμε καμία πρόθεση να βγούμε στη σύνταξη. Το να κάνεις κινηματογράφο είναι ωραίο για πολλούς λόγους. Ξεκινώντας από τη δυνατότητα να ζήσεις μαζί με άλλα 40-50 άτομα, με τα οποία είσαι συνεργός στην υλοποίηση μιας ταινίας. Γεννιούνται φιλίες, έρωτες, έστω και αν εξαφανίζονται όλοι όταν τελειώνει η ταινία και ο σκηνοθέτης μένει μόνος να κάνει το μοντάζ του… Είχαμε σχέδια που μας φαίνονταν σημαντικά. Έμοιαζαν πολύ παραδοσιακά σε σχέση με τον κινηματογράφο που είχαμε ήδη κάνει, κι αυτός είναι ένας κίνδυνος που διατρέχεις όταν γερνάς: η επανάληψη.
Ξαφνικά, μέσα σ’ αυτό το κλίμα, έρχεται η πρόταση της Ντανιέλα Μπεντόνι που μας ζητούσε από καιρό να πάμε στις φυλακές της Ρεμπίμπια για να δούμε τις θεατρικές παραστάσεις που ανέβαζαν στη σκηνή οι φυλακισμένοι. Είχαμε στο νου μας τη συνηθισμένη ωραία φιλοδραματική, δεν είχαμε μεγάλη όρεξη. Μετά όμως από αρκετό καιρό που μας το ζητούσε, πήγαμε. Δεν γνωρίζαμε τον Φάμπιο Καβάλι, το σκηνοθέτη που δούλευε στη φυλακή. Πήγαμε και μας συνεπήρε αυτή η πραγματικότητα. Μας συνεπήρε όχι μόνο από συγκινησιακή πλευρά, όπως μπορεί να συμβεί στον καθένα. Μας συνεπήρε από την άποψη των ανθρώπων που διαβλέπουν τη δυνατότητα έκφρασης της συγκίνησης που νιώθουν. Αποφασίσαμε ότι έπρεπε να αφηγηθούμε αυτή τη συγκίνηση. Σκοπός μας ήταν να κάνουμε ένα ντοκιμαντέρ-ταινία, ορισμό που θεωρούμε τερατώδη. Δε μας ενδιέφερε ο τρόπος: θα είναι ντοκιμαντέρ, θα είναι θέατρο, θα είναι υποκριτική τέχνη. Αυτή η συγκίνηση έπαιρνε διαφορετικούς δρόμους που δεν ήταν δυνατό να καθορίσεις κανείς. Αρχίσαμε τη δουλειά και τέρμα. Και σε κάποια στιγμή αντιληφθήκαμε ότι γυρίζαμε με την ίδια ασυνειδησία, με τον ίδιο κατεργάρικο τόνο, με τον οποίο είχαμε γυρίσει τις πρώτες μας ταινίες.
Και για μια άλλη φορά επιστρέψατε για να «σκοτώσετε τον πατέρα» (αυτή τη φορά τον Καίσαρα).
Είναι ξεκάθαρο ότι μετά αναδύονται και πάλι τα ζητήματα μιας ολόκληρης ζωής. Αναδύθηκε και πάλι η αγάπη μας για τον Σαίξπηρ, για τον Ιούλιο Καίσαρα. Δουλεύοντας πάνω σ’ αυτό το θέμα, αντιληφθήκαμε ότι είχαμε ήδη χρησιμοποιήσει κάποιες ατάκες του κειμένου σε άλλες ταινίες, χωρίς να το αναφέρουμε, χωρίς να σκεφτούμε να το τιμήσουμε. Για παράδειγμα όταν ο Βρούτος και ο Κάσιος πριν από τη μάχη λένε: «Ίσως να μην ξαναϊδωθούμε. Όμως θα ήθελα να ήταν κιόλας αύριο για να ξέρω πώς πήγαν τα πράγματα». Στην ταινία «ο Σαν Μικέλε είχε έναν κόκορα», όταν οι επαναστάτες είναι κάτω από το χωριό, λένε το ίδιο πράγμα. «Θα ήθελα να ήταν κιόλας αύριο για να ξέρω πώς πήγαν τα πράγματα». Ξαναβγήκε έξω, μέσα σ’ όλο εκείνο τον μαρασμό, με τη συγκίνηση που μας έδιναν εκείνα τα πρόσωπα, εκείνοι οι φυλακισμένοι.
Βρεθήκαμε να αντιμετωπίζουμε και πάλι τις ομιλίες του Βρούτου και του Μάρκου Αντωνίου έπειτα από 500 χρόνια που αυτό το πράγμα παιζόταν, μετά από τον Μάρλον Μπράντο. Λέγαμε ο ένας στον άλλο: μα είμαστε τρελοί! Παλαβώσαμε! Και όμως. Επιλέξαμε εκείνο το μακρύ πεδίο στο γήπεδο του μπάσκετ που καιγόταν από τον ήλιο κι εκείνους τους δύο ηθοποιούς, που μας έκαναν να συγκινηθούμε, γιατί συγκινείται κανείς όταν γυρίζει μια ταινία. Όταν ο Σαλβατόρε Στριάνο, ο Βρούτος, λέει «Perquestoiol’aggioacciso» (ΣτΜ στη ναπολιτάνικη διάλεκτο, γι’ αυτό εγώ τον σκότωσα) είδαμε κάτι στα μάτια του. Όχι ότι ήταν καλύτερος από τον Μάρλον Μπράντο. Είναι σίγουρα ένας ταλαντούχος ηθοποιός, μα σ’ εκείνον, στο βλέμμα του, υπάρχει μια αλήθεια παραπάνω: λέει κάτι που είδε στ’ αλήθεια, για έναν κόσμο που εκείνος γνωρίζει. Κι αυτό συνέβη και με τους άλλους ηθοποιούς. Να τι μας συνεπήρε, και πιθανά συνεπήρε και το κοινό.
Ο Βρούτος δεν ήταν μια πρόφαση για να πούμε κάτι άλλο. Εμείς θέλαμε να αφηγηθούμε στ’ αλήθεια το δράμα του Βρούτου. Κι ενώ το αφηγούμασταν, αντιληφθήκαμε ότι αφηγούμασταν και το δράμα εκείνου που το ερμήνευε. Το κοινό το ένιωσε αυτό. Ήταν η συνάντηση αυτών των δύο τραγωδιών που δημιούργησε εκείνη τη δύναμη.
Πριν από λίγες μέρες μας ήρθε το μήνυμα ενός καλογέρου. Έλεγε: μαζί με έναν άλλο αδελφό έφερα δέκα μαθητές ιερατικής σχολής να δουν την ταινία και κλάψαμε πολύ. Όταν επιστρέψαμε, δεν πήγαμε να κοιμηθούμε. Θελήσαμε να ξαγρυπνήσουμε όλη τη νύχτα και να προσευχηθούμε για σας, για όλους αυτούς που δημιούργησαν αυτή την ταινία.
Κι όλα αυτά μετά από μια περίοδο κατά την οποία είχατε δεχτεί επίσης πολλές κριτικές για τις τηλεοπτικές σας εμπειρίες.
Μια από αυτές τις τηλεοπτικές δουλειές δεν την αγαπάμε καθόλου: τη «Λουίζα Σανφελίτσε». Όμως η «Ανάσταση», για παράδειγμα, πέτυχε.
Υπάρχουν κάποιοι, σχετικά μ’ αυτό, που ξαναθυμήθηκαν τον Ροσελίνι και το στοίχημά του για την τηλεόραση ως εργαλείο διάδοσης της γνώσης. Ίσως να ήταν άλλοι καιροί. Και μια άλλη τηλεόραση.
Εμείς αυτό το πιστέψαμε. Όταν κάναμε την «Ανάσταση» είπαμε στον εαυτό μας: είναι μια ανταλλαγή. Μα δεν πάμε να χωθούμε πάλι μέσα στη συζήτηση για τις διαφορές μεταξύ κινηματογράφου και tv.
Έπειτα από τη νίκη του «Καίσαρα» στο Βερολίνο, η τηλεόραση ξανάρχισε να σας αναζητά.
Χθες βράδυ συνάντησα στο δρόμο ένα παιδί με ένα σκύλο, που μου είπε: «Συγγνώμη, εσείς δεν είστε ένας από τους αδελφούς Ταβιάνι;». «Ναι». «A, τότε συγχαρητήρια!». Ένα παιδί που δεν είχα ξαναδεί. Είναι το αποτέλεσμα της τηλεόρασης. Στη συνέχεια, μετά από 20 μέρες σε σβήνουν… Συμβαίνουν περίεργα πράγματα αυτήν την περίοδο. Πριν από καιρό μας τηλεφώνησε ένας κύριος που δε γνωρίζαμε: είπε ότι αφού είδε την ταινία μας αποφάσισε να βάλει την ιταλική σημαία στο μπαλκόνι. Τώρα γίναμε και πατριώτες.
Πάτε ακόμη στον κινηματογράφο; Υπάρχει κάτι που να σας έκανε εντύπωση πρόσφατα;
Δε θα θέλαμε να πούμε ονόματα, γιατί ξεχνάμε πάντα κάποιον. Ο ιταλικός κινηματογράφος είναι πάρα πολύ ζωντανός, γεμάτος ταλέντα, αλλά είναι μπλοκαρισμένος από την οικονομική κατάσταση και από τον τρόπο με τον οποίο έχει δομηθεί η παραγωγή και η διανομή. Το ξέρουμε. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, είναι διαφορετικά.
Το πρόβλημα είναι ότι αυτός ο πειθαναγκασμός από παραγωγικής πλευράς οδηγεί στη δημιουργία ενός μέτριου προϊόντος, που υλοποιείται από άτομα που ξέρουν να γυρίζουν καλά, με ηθοποιούς που παίζουν όλοι καλά, μα που εσύ μπορείς να μπεις σε έναν κινηματογράφο, να βγεις, να πας σε μια άλλη αίθουσα και να έχεις την εντύπωση ότι βλέπεις πάντα το ίδιο έργο. Αντιλαμβάνομαι ότι αυτό που λέω είναι κακία.
Είναι η πραγματικότητα
Μα κατά βάθος πάντα έτσι ήταν. Όταν ήρθαμε στη Ρώμη υπήρχε ένας τρόπος κινηματογράφησης που ήταν της μόδας και που δεν μπορούσαμε ασφαλώς να αγαπήσουμε. Υπήρχε πάντα αυτή η άμπωτη.
Και η προσπάθεια δημιουργίας νέων εμπορικών ρευμάτων ή ακόμη και ρευμάτων δημιουργών.
Έπειτα από την επιτυχία του «Πατέρα αφέντη» μάς ήρθαν διάφορες προτάσεις παραγωγής στην Ιταλία και στο εξωτερικό: μητέρα αφέντρα, γιος αφέντης, όλες ιστορίες οικογενειακών συγκρούσεων. Τέσσερις- πέντε προτάσεις αυτού του είδους. Παράξενη ιστορία κι αυτή του «Πατέρα αφέντη», μιας άλλης ταινίας που γεννήθηκε κατά τύχη, από τη συνάντηση με τον Γκαβίνο. Λένε ότι το είδαν ενάμιση δισεκατομμύριο άνθρωποι σε όλο τον κόσμο. Το ’68 ήθελαν να χρησιμοποιούν μια βίαιη, κακιά γλώσσα, που έπρεπε να είναι μια γροθιά στο πρόσωπο του αποκοιμισμένου θεατή. Έλεγαν: το ξέρω ότι είναι μια γροθιά, το ξέρω ότι πονάει, αλλά στο μεταξύ σας τραντάζει. Και όμως ήρθε αυτή η παγκόσμια επιτυχία. Όταν ξέρεις ότι ενάμιση δισεκατομμύριο άνθρωποι είδαν την ταινία σου, δεν είναι ότι αλλάζεις τον τρόπο που κινηματογραφείς, αντίθετα, η ακρίβειά σου αυξάνεται, αλλά προσπαθείς να έχεις μια μεγαλύτερη διαφάνεια, έτσι ώστε η ακρίβειά σου να φθάσει εκεί που πρέπει με πιο άμεσο τρόπο. Απ’ αυτό γεννήθηκε αυτό που ονομάζουν κινηματογράφος της φανταστικής αφήγησης των Ταβιάνι. Η δική σου καλλιτεχνική υπόσταση ζει σε σχέση με τους άλλους. Και ευτυχώς αλλάζουμε, αλλιώς η ζωή θα ήταν βαρετή, πάντα ίδια. Υπάρχει πάντα μια συνεχής ανακάλυψη, λάθη και εφευρέσεις.
Ας κλείσουμε με μια «πολιτική» ερώτηση. Τι γνώμη έχετε για την κατάσταση που ζούμε στην Ιταλία; Φαίνεται σαν να είμαστε ακόμη στην αρχή των «Ανατρεπτικών»: «Τι θα κάνετε τώρα, κακόμοιρα τυφλά γατάκια;». Πλοήγηση χωρίς ραντάρ.
Δεν έχουμε λύσεις. Μπορούμε όμως να πούμε ένα πράγμα. Κατά βάθος μιλάμε για 70 χρόνια στη ζωή ενός λαού. Δεν είναι πολλά. Μάλλον πολύ λίγα. Παλαιότερα υπήρχε ο φασισμός κι εκεί υπήρξε μια μεγάλη μετάβαση. Στη συνέχεια, τα τελευταία 70 χρόνια ζήσαμε μια περιπέτεια όπου τα πράγματα έμοιαζαν πολύ μεταξύ τους. Κάποτε λέγαμε, κανείς δεν ξέρει καλά σε ποιον: «Σε παρακαλώ, μην αφήσεις να πεθάνω χριστιανοδημοκράτης». Και μετά: «Μην αφήσεις να πεθάνω οπαδός του Κράξι», «Μην αφήσεις να πεθάνω οπαδός του Μπερλουσκόνι». Είναι κάτι που επαναλαμβάνεται, κυκλικό. Ζήσαμε μέσα σ’ αυτό το συνεχές δράμα μιας κατάστασης που δεν κατορθώνει να επιβληθεί, όπως αντίθετα φαινόταν να συμβαίνει τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, από τη στιγμή της ανοικοδόμησης και του Συντάγματος. Για το λαό μας η ζωή είναι δύσκολη και σκληρή. Όμως, με τρόπο ίσως αφελή και αθώο, εμείς πιστεύουμε ότι ποτέ δεν τελειώνουν όλα. Η διαμάχη μας με τον Παζολίνι, όταν συναντηθήκαμε, ήταν ακριβώς αυτή. Εκείνος έλεγε: «Ήρθε το τέλος του κόσμου». Εμείς αντίθετα λέγαμε: «Είναι το τέλος ενός κόσμου», έστω και τραγικό. Να η απάντηση. Μπορεί να μας κοροϊδέψουν γι’ αυτή την ατάκα, αλλά μας αρέσει ακόμη: libertι, ιgalitι… fraternitι μόνο στον κινηματογράφο.
Eφημεριδα Εποχη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου